καιρός, ο


Übersicht:


1. Grundbedeutungen

2. σε λίγο καιρό

3. από καιρό

4. μετά από καιρό

5. από καιρό σε καιρό

6. κατά καιρούς

7. πάει καιρός που ... 

8. έχει ο καιρός γυρίσματα [bzw.] έχουν οι καιροί γυρίσματα

9. κάνει (άσχημο / καλό) καιρό

10. του καλού καιρού


11. όσο περνά ο καιρός: s. unter περνώ (Z 6)

12. τα φέρνει ο καιρός: s. unter φέρνω (Z 4.2)

13. δεν χάνω τον καιρό μου: s. unter χάνω (Z 3)

14. πόσον καιρό έχεις ... ; s. unter έχω (Z 11)

15. ο καιρός άνοιξε: s. unter ανοίγω (Z 6)

16. εν καιρώ: s. unter εν 


1. Grundbedeutungen:

a) die Zeit 

b) das Wetter


2. σε λίγο καιρό  °  kurz darauf     [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


3. από καιρό  °  (schon) längst / seit langer Zeit / seit langem / schon lange / seit ge­rau­mer Zeit / seit längerem


4. μετά από καιρό  °  nach einiger Zeit    [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


5. από καιρό σε καιρό  °  von Zeit zu Zeit * / hin und wieder ** 

*[Pons online] / **[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


6. κατά καιρούς  °  von Zeit zu Zeit 1) / zeit­weise 2) / zeitweilig 3) / zuweilen 4) / gelegent­lich / hin und wieder / dann und wann / manchmal / occasionally 5)7) / from time to time 6) / sometimes 7)  [usw.]

       1) [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] / 2) [Wendt] / 3) [GF+DF aus: Kalimerhaba] / 4) [DF+GF aus: Schnitz­ler: Spiel] /

       5) / 6) [EF+GF aus: G. Orwell: 1984] / 7) [EF+GF aus: Gellner: Movement]

zB.:

• κατά καιρούς διενέξεις

gelegentliche Auseinandersetzungen  

[DF+GF aus: Ditfurth: Lwg]

• το ύψος των ελάχιστων συντάξεων για όσους υπήρξαν τουλάχιστον κατά καιρούς εργαζόμενοι

die Höhe der Mindestrenten für Menschen, die zumindest zeitweise in ihrem Leben erwerbstätig waren

[DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]

• Ε, λοιπόν, έχω εργασθεί κατά καιρούς σ’ αρχιτεκτο­νικά γραφεία κι έμαθα πολλά.

Also, ich habe eine Zeitlang in Architektur­büros gearbeitet und vieles gelernt.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• Μελέτησα όλες τις σχετικές σημειώσεις που είχα κρατήσει κατά καιρούς, [...]

Ich studierte erneut alle entspre­chen­den Notizen, die ich mir im Laufe der Zeit darüber gemacht hatte, […] 

[GF+DF aus: Β. Αλεξάκης: Τάλγκο]

• κατά καιρούς ή ακόμη και συχνά

occasionally or even frequently

[EF+GF aus: Gellner: Movement]

• όλοι οι άνθρωποι κατά καιρούς ψεύδονται





passende Übersetzung jeweils:


"gelegentlich", "zeitweise", "hin und wie­der", "manchmal" "zuweilen", …


• Κατά καιρούς λέω στον εαυτό μου ότι πρέπει να [...].

• Πέρα απ’ τις διάφορες εκδηλώσεις που κάνει κατά καιρούς ο σύνδεσμος, φροντίζει να [...]

• η δυσοσμία που ακόμα και τώρα κατά καιρούς εμφανίζεται

• ελάχιστοι είναι οι κατά καιρούς επισκέ­πτες [betreffend die Besucher eines entle­ge­nen Klosters]

• Βεβαίως, λόγους δεν έχουμε να μη θέ­λουμε το καλό της "Ολυμπιακής Αεροπο­ρίας", ασχέτως του αν κατά καιρούς και όχι λίγες φορές, μας προξένησε ταλαιπω­ρία.


7. πάει καιρός που ... :

• Τσακωθήκαμε [η Μαριλένα κι εγώ]. Μου έβαλε, μια νύχτα, κάτι τρομερές φωνές! Ξύπνησε την πολυκατοικία! Πάει καιρός βέβαια που παραπονιέται επειδή βγαίνω με τους φοιτητές μου, επειδή εξακολουθώ να δίνω λεφτά στη Νίκη, αλλά διαμαρτυρόταν χαμηλόφωνα. Ξαφνικά, άλλαξε. Με έχεσε!    [GF aus: Β. Αλεξάκης: Η μητρική γλώσσα] 

[Anm.: "πάει καιρός που ..." hat hier also nicht die Bedeutung "es ist lange her, dass …" (und inzwischen vorüber), sondern "(schon) seit langem …" (und auch heute noch)]


8. έχει ο καιρός γυρίσματα [bzw. (s. ΛΔΗ)] έχουν οι καιροί γυρίσματα:

Η φράση λέγεται μετά από ή για περιόδους ευτυχίας ή δυστυχίας, ακμής ή παρακμής, πλούτου ή φτώχειας κτλ. και δηλώνει πως ευτυχία και δυστυχία κτλ. εναλλάσσονται στη ζωή των ανθρώπων. [ΛΔΗ]  //  οι περιστάσεις αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου [Εμμ.]


9. κάνει (άσχημο / καλό) καιρό:

• Τι καιρό κάνει;  °  Wie ist das Wetter? / Was ist für ein Wetter?

• κάνει άσχημο καιρό  °  das Wetter ist schlecht

• αν κάνει καλό καιρό  °  wenn gutes (schönes) Wetter ist / wenn es schön ist

• Σας έκανε καλό καιρό στην Ιταλία;* – Ναι, είχε πολλή ζέστη.  °  Hatten Sie schönes Wetter in Italien? – [Antwort:] Ja, es war sehr warm.

*[Anm.: es handelt sich um die griech. Übersetzung des folgenden Satzes aus D. du Maurier's "Rebecca": "Did you have fine weather in Italy?"]


10. του καλού καιρού:

• Και το να σπαράζει έτσι πίσω απ’ τον αδελφό της, [...], κι αυτός να παίζει του καλού καιρού, της ήταν ανυπόφορο.  °  Sich hinter ihrem Bruder, […], so wälzen und zucken zu müssen, während er seelenruhig die Flöte blies [wörtl.: (er) spielt(e)], war ihr uner­träglich.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΙΣΤΩ...καθιστώ (-άς) 1) [Aktiv:] machen: • η στάση του τον καθιστά ύποπτο ° seine Einstellung macht ihn verdächtig • Είναι τελείως λάθος,...
  • ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
  • ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindes­ten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
  • ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....
  • ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
  • ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
  • ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...
Nachher:
  • ΚΑΙΩ...καίω [Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)] Übersicht: 1....
  • ΚΑΚΗΝ...κακήν κακήν κακώς: s. unter κακός, -ή, -ό (Z 3) ...
  • ΚΑΚΟ, το...κακό, το 1. Grundbedeutungen: das Übel, das Böse, das Schlechte, das Unheil 2. το έχω σε κακό να ... [bzw....
  • ΚΑΚΟΣ, -ή, -ό...κακός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlecht 2. έχω τις κακές μου: • Στο τέλος του ’82 η Ανθώ έγινε σαράντα χρονών κι είχε τις κακές της....
  • ΚΑΛΑ...καλά Übersicht: 1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά 2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά 3. για τα καλά [bzw.] για καλά 4. καλά-καλά [bzw....
  • ΚΑΛΑΜΑΣ, ο...Καλαμάς, ο ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας [Quelle: griechische Wikipedia] π.χ.:...
  • ΚΑΛΑΜΩΝ (η)...Καλαμών (η) • [aus einem Artikel auf agronews.gr vom Jänner 2013 mit der Überschrift: "Σώζει την παρτίδα η Καλαμών, 'βυθίζονται' πράσινη και κονσερβολιά"]:...
  • ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ...καλησπέρα Zur Verwendungszeit: - λέγεται μετά τις 3 – 4 το απόγευμα (αλλά και "καλημέρα" αυτή την ώρα δεν είναι λάθος) [Ελένη] - s....
  • ΚΑΛΟ, το...καλό, το Übersicht: 1.1. με το καλό [= με ήπιο τρόπο κ.λπ.] 1.2. με το καλό [Wunsch bzw. Ausdruck der Hoffnung/Erwartung] 2.1....