περνώ (-άς)
[Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!]
Übersicht:
1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ... 5. περνώ τη μέρα μου / τη νύχτα μου 6. όσο περνά ο καιρός // όσο περνούν οι μέρες [etc.] 7. ...[Zeitangabe] που μας πέρασε 8.1. περνώ ωραία / περνώ όμορφα [etc.] 8.2. περνώ καλά // περνώ άσχημα 9.1. περνώ (κάποιον) για [bzw.] περνώ (κάποιον) + Akk. 9.2. τι το πέρασες εδώ |
10. περνάει από το χέρι μου * 11. μου περνάει από το μυαλό * 12. πέρασε η ώρα * 13. Sonstiges |
1. Grundbedeutungen:
a) passieren, vorbeigehen, vorbeifahren [etc.]
b) vergehen [Zeit]
c) überschreiten
d) durchmachen
2. μου περνάει (κάτι): παύει να με απασχολεί ή να με ενοχλεί (κάτι) [ΛΜΠ]
π.χ.:
• μου πέρασε ο πονοκέφαλος [ΛΜΠ]
• την πείραξε αυτό που της είπες, αλλά θα της περάσει [ΛΜΠ]
weitere BSe:
• Κάθε τόσο μ’ έπιανε σκοτοδίνη, έχανα το φως μου. Δεν είναι τίποτα, μου έλεγαν, έχεις τα νεύρα σου, θα σου περάσει. |
Ich bekam dauernd dieses Schwindelgefühl, mir wurde schwarz vor Augen. Das ist nichts Schlimmes, sagten sie mir [im Spital], du bist bloß überreizt, das geht schon vorbei. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• [...] να σου περάσει. |
[…], damit du es [sc. das Bauchweh] los wirst. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Ποτέ δε θα της περάσει η στενοχώρια, ποτέ. |
Niemals wird sie ihren Kummer überwinden können, niemals. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Έλπιζε πως θα της περνούσε – [...]. |
Sie würde schon darüber hinwegkommen [sc. über ihr Hadern mit dem Älterwerden] [wörtl.: Er hoffte, sie (= seine Frau) würde …] – […]. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• για μερικές [παραξενιές] είχε θυμώσει μα του πέρασε |
einiges [sc.: einige Eigenheiten (seines Freundes)] hatte ihn geärgert, aber nur vorübergehend [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Είσαι πολύ νέα, Άννα, θα σου περάσει, θα δεις. Θα χρειαστεί καιρός, αλλά θα περάσει. |
Du bist sehr jung, Anna, ~du wirst es überwinden (~es wird vergehen) [sc. den/der Liebeskummer], du wirst sehen. Es wird Zeit brauchen, aber es wird vorübergehen. |
3. δε θα του περάσει: δε θα γίνει αυτό που θέλει [ΛΚΝ] – π.χ.:
• Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν απατεώνα, μα δεν θα του περάσει. ° We're up against a clever crook, but he's not getting away with it.* ° Da haben wir es mit einem gerissenen Gauner zu tun, aber damit [sc. mit seinem Verhalten bzw. seinen Tricks] kommt er bei mir nicht durch. [GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF (Ton) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]
*[Anm.: to get away with sth. ° mit etwas durchkommen (succeed) {Pons}]
4. δεν περνά ο (η, το) ... :
• "Δεν περνάει ο φασισμός!" ° "Dem Faschismus keinen Platz!" [Βασιλικός: Ζ, S. 183, 8. Z. von unten // DF: S. 58, 2. Z.]
5. περνώ τη μέρα μου / τη νύχτα μου:
• Με φωνάζει και τον βοηθάω. Μαζεύω κανένα πεσμένο φύλλο. Κανένα κλαράκι. Περνάω τη μέρα μου. |
Er ruft mich und ich helfe ihm [sc. meinem Freund, der als Gärtner bei der Gemeinde arbeitet]. Ich sammle mal ein abgefallenes Blatt ein. Mal ein Zweiglein. Vertreibe mir den Tag. [GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)] |
• περνούσε τη μέρα της ξαπλωμένη σε μια σεζλόνγκ μέσα στο λιοπύρι |
sie [die Kreuzfahrttouristin] lag den ganzen Tag in einem Liegestuhl in der prallen Sonne [und ließ es sich gutgehen] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
• Ρίγησε στην σκέψη τού να περνούσε όλη την νύχτα του πάνω σ’ εκείνη την δαμασκηνιά, [...]! |
Es grauste Theagenis [wörtl.: Er schauderte] bei dem Gedanken, dass er die ganze Nacht auf jenem Pflaumenbaum hätte sitzen […] müssen! [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Δε θα μπορούσα να περάσω αλλιώς τη νύχτα μου. |
I wouldn' be able to get through this night no other way. [bzw.] Ich weiß nicht, wie ich die Nacht sonst hinter mich bringen soll. [GF, EF + DF aus: Steinbeck: Früchte] |
• Θα περάσει τη νύχτα της στο σπιτάκι της παραλίας, φαντάζομαι. |
She's spending the night down at the cottage I expect. [GF+EF aus: D. du Maurier: Ρεβέκκα] |
• ένα [...] χωριό, όπου πήγαμε, για να περάσουμε τη νύχτα μας. [Φ. Πουκεβίλ: Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία, S. 73] |
--- |
6. όσο περνά ο καιρός // όσο περνούν οι μέρες [etc.]:
• Γιατί όσο περνούσε ο καιρός κι όσο πληθαίναν οι στιγμές [...], τόσο πιο πολύ ο μπαρμπα-Τζωρτζ ζωγράφιζε σαν μανιακός. |
Denn je mehr Zeit verstrich und je häufiger diese Augenblicke wurden […], um so besessener malte er [= der alte George]. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Ο Τάκης μ’ αγαπάει δυο χρόνια τώρα, και όσο περνά ο καιρός τόσο πιο δυνατή γίνεται η αγάπη του. |
Takis liebt mich jetzt zwei Jahre, und je mehr Zeit vergeht, desto stärker wird seine Liebe (= und im Laufe der Zeit / und mit der Zeit wird seine Liebe immer stärker). |
• Όσο περνάει ο καιρός είναι και καλύτεροι. |
Je mehr Zeit vergeht, desto besser sind sie. (= Mit der Zeit / Mit fortschreitender Zeit / Im Laufe der Zeit sind [= werden] sie {immer} besser.) [sc. die Musiker dieser Band] |
• όσο περνούσε ο καιρός τον αγαπούσε περισσότερο [Anm.: kein "όλο (και)" oder "ολοένα (και)" vor "περισσότερο"] |
im Lauf der Zeit liebte er ihn [= seinen Vater] immer mehr [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Στην αρχή θαρούσα [= θαρρούσα] πως θα συνηθίσω στην ακαθαρσία. Μα όσο περνούν οι μέρες ολοένα και πιότερο με πειράζει. |
Anfangs [sc. zu Beginn meines Soldatendaseins an der Front] glaubte ich, dass ich mich an den Dreck [sc. den Schmutz, die Unsauberkeit] gewöhnen würde. Aber je mehr Tage vergehen, desto stärker stört es [= er] mich. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
7. ...[Zeitangabe] που μας πέρασε:
• η χρονιά που μας πέρασε ° ~das vergangene Jahr [geschrieben in einer Zeitschrift im Juni]
8.1. περνώ ωραία / περνώ όμορφα [etc.]:
• Περάσατε ωραία στις διακοπές; ° Hatten Sie einen schönen Urlaub? [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• Περνούσαν ωστόσο πολύ όμορφα [...]. ° Sie [= der Mann und seine Frau] hatten jedoch eine [sehr] schöne Zeit zusammen, […] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
• συμφωνούμε ότι περάσαμε ευχάριστα κι ότι πρέπει να ξαναϊδωθούμε σύντομα ° we agree that we've had a nice time, and that we'll do it again soon ° wir [= meine Bekannte und ich] sind uns [bei der Verabschiedung nach dem gemeinsamen Pizza-Essen] einig, dass wir einen netten Abend hatten und dass wir das bald wiederholen müssen [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
• Και περνάμε μια χαρά. ° And we have a nice time. ° Und wir [beide] haben einen netten Abend. [beim Besuch des Pop-Konzerts, zu dem wir uns verabredet hatten] [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
8.2. περνώ καλά // περνώ άσχημα:
• Να περάσεις καλά, Μπέτι. – Κι εσύ, Μπάρνι. Θα τα πούμε το βράδυ. ° Have a good day, Betty. – You too, Barney. See you tonight. ° Hab einen schönen Tag, Betty. – Du auch, Barney. Bis heute Abend. [Dialog eines Ehepaars bei der Verabschiedung, wenn der Mann am Morgen in die Arbeit geht] [GF, DF (jeweils Untertitel) + EF (Ton und Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]
• Μόλις περάσαμε καλά. ° We've just had a nice time. ° Wir [beide] hatten gerade einen netten Abend. [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
[bzw. auch (mit ausdrücklicher Nennung des betreffenden Zeitraums)]:
• Περνάς καλά τη μέρα σου; ° Are you having a good day? ° Hast du einen schönen Tag? [Frage der Anruferin an jemanden, der Geburtstag hat] [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
• Ο ταξιτζής μάς ρωτάει αν περάσαμε καλά τη μέρα μας, [...] ° The taxi driver asks us if we've had a good day, […] ° Der Taxifahrer fragt uns [= seine beiden Fahrgäste], ob wir einen schönen Tag gehabt haben, […] [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
• Πέρασα άσχημα όλη αυτή την εβδομάδα. ° I've had a bad week. ° Ich hatte [psychisch-mental] eine schlechte Woche. [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
9.1. περνώ (κάποιον) για [bzw.] περνώ (κάποιον) + Akk. ° (jemanden) für ... halten:
• τον περνούν για τρελό ° sie halten ihn [fälschlich] für einen Verrückten
• Είσαι ... Ελληνίδα; Και γω σε πέρασα για Αμερικανίδα! ° Du bist [wie ich an deiner Aussprache höre] Griechin? Und ich hab' dich für eine Amerikanerin gehalten!
• Ο Γιώργος τον πέρασε πραγματικό Αλβανό. ° Jorgos hielt ihn [sc. Stelios] für einen wirklichen ("richtigen") Albaner. [obwohl sich Stelios nur als solcher ausgab]
9.2. τι το πέρασες εδώ:
• Τι το πέρασες εδώ, ξενοδοχείο; ° What do you think this is, a hotel? ° Was glaubst du, was das hier ist, ein Hotel? [Ton] [bzw.] Meinst du, wir sind hier im Hotel? [Untertitel] [Unmutsäußerung des Hausherrn gegenüber seinem Gast, der ihn aufweckt, um ihn um ein Glas Wasser zu bitten] [GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]
• Και τι το πέρασες εδώ; Ξενοδοχείο; Όποτε θέλεις να έρχεσαι και να φεύγεις; [aus einer (im Internet veröffentlichten) Erzählung]
10. περνάει από το χέρι μου: s. unter χέρι, το (Z 2)
11. μου περνάει από το μυαλό: s. unter μυαλό, το (Z 4)
12. πέρασε η ώρα: s. unter ώρα, η (Z 17)
13. Sonstiges:
• Δε μου τα περνάς εμένα αυτά! ° Das [was du da eben behauptet hast] ~kannst du mir nicht erzählen (nicht weismachen)! [sc.: das glaube ich dir nicht] [GF aus einem Kasantsakis-Roman]
Weitere Wörter:
- ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
- ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
- ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
- ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...
- ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...
- ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ...περιφέρομαι 1) [passive Verwendung]: • Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας....
- ΠΕΡΜΑΓΓΑΝΑΤ(Ο), το...περμαγγανάτ(ο), το (auch:...
- ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
- ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
- ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuchlings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
- ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
- ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...
- ΠΕΤΡΑΧΗΛΙ, το...πετραχήλι, το • έβαλε το πετραχήλι του ο παπάς, έκαμε τον αγιασμό ° Der Pope legt seine Stola an und vollzieht die Weihe....
- ΠΕΤΣΕΤΑΚΙ, το...πετσετάκι, το = the doily (= das Deckchen, die Tellerunterlage) [bzw.:] • χάρτινα πετσετάκια ° paper napkins ° Papierservietten [GF, EF + DF aus: Steinbeck:...
- ΠΕΤΥΧΑΙΝΩ...πετυχαίνω πετυχαίνω (κάποιον): • Ένα απόσπερο τον πέτυχα την ώρα που έκανε την προσευχή του. Έτσι ανεκούρκουδα γερμένος με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα....
- ΠΕΤΩ...πετώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) fliegen b) werfen c) wegwerfen d) πέταγομαι: springen 2. Verwendung in der Bedeutung "fliegen" im übertragenen Sinn:...
- ΠΕΦΤΩ...πέφτω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. πέφτω σε / πέφτω (ε)πάνω σε 3. πέφτω έξω 4. πέφτω χαμηλά 5. πέφτω / πέφτω για ύπνο / πέφτω να κοιμηθώ 6....