περιτροπή, η
εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:
• Eκ περιτροπής κυκλοφορία των αυτοκινήτων με μονό και ζυγό αριθμό κυκλοφορίας. [ΛΚΝ]
• [...], όπου και το χειμώνα έβρισκε μια ολόκληρη παρέα από μανάδες που πρόσεχαν εκ περιτροπής τα παιδιά ° [...], wo sich auch im Winter eine Runde Mütter traf [wörtl.: wo sie (die Frau) auch im Winter eine ganze Runde von Müttern vorfand /antraf], die dort abwechselnd [die] Kinder betreute [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ, το...περιθώριο, το • ο καιρός περνάει γρήγορα, δεν έχουμε περιθώρια να σκεφτόμαστε ° die Zeit läuft schnell vorbei [= vergeht schnell],...
- ΠΕΡΙΟΔΟΣ, η...περίοδος, η 1. [als Begriff der Grammatik]: Gegenüberstellung περίοδος – πρόταση:...
- ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, η...περιπέτεια, η • "Τα Ένστικτα και οι Περιπέτειές τους" ° "Triebe und Triebschicksale" [Buch von Freud aus 1915] ...
- ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
- ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
- ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
- ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
Nachher:
- ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...
- ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΑΙ...περιφέρομαι 1) [passive Verwendung]: • Το φέρετρο με τη σορό του Προέδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες περιφέρεται στους δρόμους του Καράκας....
- ΠΕΡΜΑΓΓΑΝΑΤ(Ο), το...περμαγγανάτ(ο), το (auch:...
- ΠΕΡΝΟΔΙΑΒΑΙΝΩ...περνοδιαβαίνω • Οι φαντάροι που περνοδιαβαίναν απ’ έξω μού ήτανε σαν πλάσματα ξένου κόσμου, [...] ° Die Soldaten, die draußen [vor dem Zelt,...
- ΠΕΡΝΩ...περνώ (-άς) [Anm.: περνώ ist zu unterscheiden von παίρνω!] Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μου περνάει (κάτι) 3. δε θα του περάσει 4. δεν περνά ο (η, το) ......
- ΠΕΣ // ΠΕΣΤΕ [bzw.] ΠΕΙΤΕ...πες // πέστε [bzw.] πείτε [Imperativ (Stamm II-Form) von λέω] s. unter λέω ...
- ΠΕΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεσμένος, -η, -ο • Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] ° So bäuchlings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht,...
- ΠΕΤΑΧΤΟΣ, -ή, -ό...πεταχτός, -ή, -ό • αλλά δεν την είχε φιλήσει κανείς άλλος, εκτός από δυο πεταχτά φιλιά [......
- ΠΕΤΡΑ, η...πέτρα, η 1. ρίχνω πέτρα πίσω μου:...