περιπέτεια, η
• "Τα Ένστικτα και οι Περιπέτειές τους" ° "Triebe und Triebschicksale" [Buch von Freud aus 1915]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΕΝΤΑΡΑ, η...πεντάρα, η Η πεντάρα ήταν το μεταλλικό νόμισμα που άξιζε πέντε λεφτά (η δραχμή έχει εκατό λεφτά). Ήταν, δηλαδή, το πιο μικρό νόμισμα,...
- ΠΕΝΤΕ...πέντε μένω στους πέντε δρόμους: • [...] και η μικρή Πετρούλα έμεινε στους πέντε δρόμους να την δείχνουν όλοι με το δάχτυλο....
- ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΟ, το...πεντοχίλιαρο, το = der 5000-Drachmen-[Geld-]Schein ...
- ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεπαιδευμένος, -η, -ο = gebildet [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΕΡΑ...πέρα Übersicht: 1. πέρα [bzw.] (λίγο) πιο πέρα [bzw.] παραπέρα [zur Bezeichung einer Richtung bzw. Lage (bzw. allenfalls im zeitlichen Sinne)] 2....
- ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ, ο...περαστικός, ο • Όταν ο Βάγκαλης γύρισε στη Ζυρίχη έμεινε μονάχα λίγες μέρες, έμοιαζε περαστικός απ’ το ίδιο του το σπίτι....
- ΠΕΡΒΑΖΙ, το...περβάζι, το = das Fensterbrett [GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann / Ζατέλη: Φως / Σωτηρίου: Χώματα] zB.:...
- ΠΕΡΙ...περί 1. Grundbedeutungen: a) [Präposition mit Genitiv]: aa) über, von [iS von: betreffend, mit dem Thema]:...
- ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ, το...περιθώριο, το • ο καιρός περνάει γρήγορα, δεν έχουμε περιθώρια να σκεφτόμαστε ° die Zeit läuft schnell vorbei [= vergeht schnell],...
- ΠΕΡΙΟΔΟΣ, η...περίοδος, η 1. [als Begriff der Grammatik]: Gegenüberstellung περίοδος – πρόταση:...
Nachher:
- ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
- ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
- ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
- ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
- ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
- ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
- ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...
- ΠΕΡΙΤΤΟΣ, -ή, -ό...περιττός, -ή, -ό • Γι’ αυτό λέμε πως ίσως φέρθηκαν με περιττή αφέλεια ή προφύλαξη εκείνες οι γυναίκες, όταν [...] ° Deshalb meinen wir,...