περίοδος, η


1. [als Begriff der Grammatik]:

Gegenüberstellung περίοδος – πρόταση: 

Περίοδος

Πρόταση

Το τμήμα γραπτού λόγου που περιλαμβά­νεται μεταξύ δύο διαδοχικών τελειών. 

[ΛΜΠ]

α) Τμήμα του λόγου που αποτελείται από ένα ονοματικό μέρος (σε ρόλο υπο­κειμέ­νου) και ένα ρηματικό μέρος (σε ρόλο κατηγορήματος)· (ειδικότερα:) το τμήμα λόγου που έχει ως συντακτικό πυρήνα ένα ρήμα.  //  

β) (καταχρηστικά:) Το τμήμα γραπτού κειμένου που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο τελείες· ορθότερα: "περίοδος". 

[ΛΜΠ]

Η περίοδος είναι το τμήμα του γραπτού λόγου που εκφράζει ένα ολοκληρωμένο νόημα, αποτελείται από μία ή περισσότε­ρες προτάσεις και καταλήγει σε τελεία ή σε ισοδύναμα σημεία στίξης (ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικά) ή βρίσκεται ανάμεσα σε δύο τελείες ή ανάμεσα σε συνδυασμούς των ισοδύναμων σημείων στίξης.

Π.χ.: Καθόμουν στη στάση και περίμενα το λεωφορείο για την Αθήνα.

[Σιγαλός, σ. 9-10]


Η πρόταση είναι η βασική μονάδα του λόγου· είναι μια οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει ένα μόνο νόημα, αυτοτελές και πλήρες, με σύντομη συνήθως διατύπωση.

Π.χ.: Αύριο θα πάμε τάξιδι στην Κρήτη.

[Σιγαλός, σ. 10]

Όλες οι προτάσεις που συμπίπτουν με μια περίοδο (ή ημιπερίοδο) είναι κύριες. 

[Σιγαλός, σ. 39]


Οργανική μονάδα του λόγου που εκφράζει ένα κύριο και ολοκληρωμένο νόημα. Στο γραπτό λόγο, στο τέλος της παίρνει τελεία ή ερωτηματικό (= ερωτη­ματική περίοδος) ή θαυμαστικό (= επιφωνηματική περίοδος).

 

Η απλή περίοδος εκφράζει ένα μόνο νόημα (π.χ.: "Το χρυσάφι είναι μέταλλο."), η σύνθετη περίοδος απο­τελείται από δυο ή περισσότερες προτάσεις (σύνταξη σε παρά­ταξη) και εκφράζει δυο ή περισσό­τερα νοήματα. 

[Ρεπούσης, σ. 17]

Οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα. 

[Ρεπούσης, σ. 17]



2. κατά περιόδους: s. unter κατά  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΕΝΙΑ, η...πενιά, η = Saitenschlag - Lied [Eideneider, Bd. 3, S. 158] ...
  • ΠΕΝΤΑΡΑ, η...πεντάρα, η Η πεντάρα ήταν το μεταλλικό νόμισμα που άξιζε πέντε λεφτά (η δραχμή έχει εκατό λεφτά). Ήταν, δηλαδή, το πιο μικρό νόμισμα,...
  • ΠΕΝΤΕ...πέντε μένω στους πέντε δρόμους: • [...] και η μικρή Πετρούλα έμεινε στους πέντε δρόμους να την δείχνουν όλοι με το δάχτυλο....
  • ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΟ, το...πεντοχίλιαρο, το = der 5000-Drachmen-[Geld-]Schein ...
  • ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεπαιδευμένος, -η, -ο = gebildet [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΕΡΑ...πέρα Übersicht: 1. πέρα [bzw.] (λίγο) πιο πέρα [bzw.] παραπέρα [zur Bezeichung einer Richtung bzw. Lage (bzw. allenfalls im zeitlichen Sinne)] 2....
  • ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ, ο...περαστικός, ο • Όταν ο Βάγκαλης γύρισε στη Ζυρίχη έμεινε μονάχα λίγες μέρες, έμοιαζε περαστικός απ’ το ίδιο του το σπίτι....
  • ΠΕΡΒΑΖΙ, το...περβάζι, το = das Fensterbrett [GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann / Ζατέλη: Φως / Σωτηρίου: Χώματα] zB.:...
  • ΠΕΡΙ...περί 1. Grundbedeutungen: a) [Präposition mit Genitiv]: aa) über, von [iS von: betreffend, mit dem Thema]:...
  • ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ, το...περιθώριο, το • ο καιρός περνάει γρήγορα, δεν έχουμε περιθώρια να σκεφτόμαστε ° die Zeit läuft schnell vorbei [= vergeht schnell],...
Nachher:
  • ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, η...περιπέτεια, η • "Τα Ένστικτα και οι Περιπέτειές τους" ° "Triebe und Triebschicksale" [Buch von Freud aus 1915] ...
  • ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, η...περιπλάνηση, η = der Streifzug [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] ...
  • ΠΕΡΙΠΟΥ...περίπου 1. Grundbedeutung: etwa, ungefähr [etc.]: • σχηματίζοντας ένα χι με τους δυο δείκτες της, έναν σταυρό περίπου ° [sie] bildete mit den Zeigefingern ein X,...
  • ΠΕΡΙΠΤΕΡΑΣ, ο / ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥΧΟΣ, ο...περιπτεράς, ο / περιπτερούχος, ο = der Inhaber eines περίπτερο ...
  • ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, η...περίπτωση, η 1. Grundbedeutung: der Fall 2.1. υπάρχει περίπτωση ([bzw.] υπάρχει η περίπτωση) ° es kann sein / es ist möglich [iS von: denkbar] [etc.]:...
  • ΠΕΡΙΣΣΕΥΩ...περισσεύω • η ανάσα δεν περισσεύει για τραγούδι ° der Atem [der seit Stunden marschierenden Soldaten] reicht nicht auch noch zum Singen [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
  • ΠΕΡΙΣΣΟΣ, -ή, -ό...περισσός, -ή, -ό • Έτσι [...] κατάφερνε με περισσή άνεση να [...] ° So gelang es ihm etwa mühelos, [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] • vgl. auch περιττός, -ή,...
  • ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, η...περίσταση, η 1. [allgemein:] der Anlass / die Gelegenheit / die Situation 2. είμαι στο ύψος των περιστάσεων:...
  • ΠΕΡΙΤΡΟΠΗ, η...περιτροπή, η εκ περιτροπής ° κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ [ΛΚΝ] / abwechselnd – π.χ.:...