πενιά, η


=  Saitenschlag  -  Lied   [Eideneider, Bd. 3, S. 158]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΑΥΩ...παύω • ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του wenn Thomas seinen Namen hörte,...
  • ΠΑΩ [bzw.] ΠΗΓΑΙΝΩ...πάω [bzw.] πηγαίνω Übersicht: 1. Zur Grammatik 2.1. πάω να … (Ι) 2.2. πάω να … (ΙI) 2.3. πάω να … (ΙII) 3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung] 4. πάω και ......
  • ΠΕΘΑΙΝΩ...πεθαίνω 1) [wörtliche Bedeutung]: • ο Ρασκόλνικοφ πέθανε ξαφνικά απ’ την καρδιά του ° Raskolnikov starb ganz plötzlich an Herzversagen [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΠΕΘΥΜΩ...πεθυμώ (-άς) σε (τον, ...) πεθύμησα: [Anm.: vgl. auch die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΠΕΙΘΩ...πείθω • Η Ζυλιέτ πείστηκε ότι η Ιβάνα είχε επιστρέψει στον κόσμο ως σκύλα [...]. […] Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη επειγόντως....
  • ΠΕΙΝΩ...πεινώ (-άς) • Φάε ένα μήλο, δεν πείνασες; Iss einen Apfel, hast du noch keinen Hun­ger? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [...], έχουμε κι αλμυρές σαρδέλλες, και τυρί,...
  • ΠΕΙΡΑΖΩ...πειράζω δε θα πείραζε (να ...) ° es könnte nichts schaden (… zu …) [iS von: es wäre sinnvoll, wünschenswert] ...
  • ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ, το...πειρατικό, το = a) καράβι πειρατή // b) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης που χρησι­μο­ποιείται παράνομα σαν ταξί [ΛΓΙΟ] – π.χ.:...
  • ΠΕΙΣΤΩ (θα, να, ...)...πειστώ (θα, να, ...) s. πείθω ...
  • ΠΕΛΩΡΙΟΣ, -α, -ο...πελώριος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe πελώριος und τεράστιος: s. unter τεράστιος, -α,...
Nachher:
  • ΠΕΝΤΑΡΑ, η...πεντάρα, η Η πεντάρα ήταν το μεταλλικό νόμισμα που άξιζε πέντε λεφτά (η δραχμή έχει εκατό λεφτά). Ήταν, δηλαδή, το πιο μικρό νόμισμα,...
  • ΠΕΝΤΕ...πέντε μένω στους πέντε δρόμους: • [...] και η μικρή Πετρούλα έμεινε στους πέντε δρόμους να την δείχνουν όλοι με το δάχτυλο....
  • ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΟ, το...πεντοχίλιαρο, το = der 5000-Drachmen-[Geld-]Schein ...
  • ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεπαιδευμένος, -η, -ο = gebildet [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΕΡΑ...πέρα Übersicht: 1. πέρα [bzw.] (λίγο) πιο πέρα [bzw.] παραπέρα [zur Bezeichung einer Richtung bzw. Lage (bzw. allenfalls im zeitlichen Sinne)] 2....
  • ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ, ο...περαστικός, ο • Όταν ο Βάγκαλης γύρισε στη Ζυρίχη έμεινε μονάχα λίγες μέρες, έμοιαζε περαστικός απ’ το ίδιο του το σπίτι....
  • ΠΕΡΒΑΖΙ, το...περβάζι, το = das Fensterbrett [GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann / Ζατέλη: Φως / Σωτηρίου: Χώματα] zB.:...
  • ΠΕΡΙ...περί 1. Grundbedeutungen: a) [Präposition mit Genitiv]: aa) über, von [iS von: betreffend, mit dem Thema]:...
  • ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ, το...περιθώριο, το • ο καιρός περνάει γρήγορα, δεν έχουμε περιθώρια να σκεφτόμαστε ° die Zeit läuft schnell vorbei [= vergeht schnell],...