παύω
• ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του |
wenn Thomas seinen Namen hörte, sprang er nicht mehr in panischem Schrecken auf [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Η Ιουλία έπαψε να κοιτάει ή ν’ ακούει. |
Ioulía sah und hörte nicht mehr hin. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• είχε πάψει από καιρό να χρησιμοποιεί [...] |
er verwendete längst nicht mehr [...] [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
• Κι όλες αυτές τις καρδιές ήθελα να τις κάνω να πάψουν να οργίζονται και να χτυπούν, τουλάχιστον τόσο κοντά μου. |
Und diese ganzen Herzen wollte ich dazu bringen, dass sie nicht mehr in Aufruhr gerieten und pochten, zumindest nicht so dicht bei mir. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
[Anm.: zur möglichen Übersetzung eines griechischen Verbs mit der Grundbedeutung "aufhören" vgl. auch σταματώ ]
Weitere Wörter:
- ΠΑΡΩΘΩ...παρωθώ (-είς) = aufhetzen, anstacheln [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΑΣΟ, το...πάσο, το 1. πάω πάσο ° παραιτούμαι, υποχωρώ [ΛΠΑ] // υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω,...
- ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...
- ΠΑΣΤΕΛΙ, το...παστέλι, το • τη γεύση από παστέλι που πουλάν στους σταθμούς ° den Geschmack von Pastelli, jener Süßigkeit aus Sesam und Honig,...
- ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, ο...παστουρμάς, ο • Χρόνια αγόραζα παστουρμά από τον πλανόδιο πωλητή που έστηνε το τεζιάκι του δίπλα σ’ αυτόν τον τοίχο του [...] νεκροταφείου....
- ΠΑΤΑΡΙ, το...πατάρι, το 1) der Dachboden [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] [bzw.:] der Dachspeicher [DF+GF aus:...
- ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...
- ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, ο...πατριώτης, ο 1) der Patriot 2.1) der Landsmann: • "Dollars; Dollars;", με ρώτησε [...]. Δολλάρια ήθελε ν’ αγοράσει. [...] "Άει παράτα μας",...
- ΠΑΤΩ...πατώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) (κάτι): (auf etwas) treten (steigen) / (auf etwas) "draufsteigen": • Η Άννα ενώ χόρευε, πάτησε ένα καρφί....
- ΠΑΤΩΜΑ, το...πάτωμα, το 1) das Stockwerk 2) der Boden [zB. der Bretterboden eines Zimmers] ...
- ΠΑΩ [bzw.] ΠΗΓΑΙΝΩ...πάω [bzw.] πηγαίνω Übersicht: 1. Zur Grammatik 2.1. πάω να … (Ι) 2.2. πάω να … (ΙI) 2.3. πάω να … (ΙII) 3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung] 4. πάω και ......
- ΠΕΘΑΙΝΩ...πεθαίνω 1) [wörtliche Bedeutung]: • ο Ρασκόλνικοφ πέθανε ξαφνικά απ’ την καρδιά του ° Raskolnikov starb ganz plötzlich an Herzversagen [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΠΕΘΥΜΩ...πεθυμώ (-άς) σε (τον, ...) πεθύμησα: [Anm.: vgl. auch die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
- ΠΕΙΘΩ...πείθω • Η Ζυλιέτ πείστηκε ότι η Ιβάνα είχε επιστρέψει στον κόσμο ως σκύλα [...]. […] Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη επειγόντως....
- ΠΕΙΝΩ...πεινώ (-άς) • Φάε ένα μήλο, δεν πείνασες; Iss einen Apfel, hast du noch keinen Hunger? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [...], έχουμε κι αλμυρές σαρδέλλες, και τυρί,...
- ΠΕΙΡΑΖΩ...πειράζω δε θα πείραζε (να ...) ° es könnte nichts schaden (… zu …) [iS von: es wäre sinnvoll, wünschenswert] ...
- ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ, το...πειρατικό, το = a) καράβι πειρατή // b) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης που χρησιμοποιείται παράνομα σαν ταξί [ΛΓΙΟ] – π.χ.:...
- ΠΕΙΣΤΩ (θα, να, ...)...πειστώ (θα, να, ...) s. πείθω ...
- ΠΕΛΩΡΙΟΣ, -α, -ο...πελώριος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe πελώριος und τεράστιος: s. unter τεράστιος, -α,...