πατριώτης, ο
1) der Patriot
2.1) der Landsmann:
• "Dollars; Dollars;", με ρώτησε [...]. Δολλάρια ήθελε ν’ αγοράσει. [...] "Άει παράτα μας", του απάντησα στα ελληνικά. "Ρε, πατριωτάκι είσαι;", έκανε εκείνος και μου χούφτωσε το χέρι. [...] πιάσαμε κουβέντα. [...] "Ο λόφος της Ελευθερίας", μου είπε ο πατριώτης. °
° "Dollars? Dollars?", fragte er mich […]. Er wollte Dollars kaufen. [sc. jener Mann, der mich (Tourist aus Griechenland) in Budapest mit diesen Worten ansprach] […] "Lass mich in Ruhe", antwortete ich ihm auf Griechisch. "Hey, bist du ein Landsmann?", entgegnete er ebenfalls auf Griechisch und ergriff meine Hand. […] wir fingen zu plaudern an. […] "Der Freiheitshügel [ist dort zu sehen]", klärte mich der Landsmann auf. [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
[Anm.: (ο) πατριώτης und (το) πατριωτάκι werden hier also synonym verwendet.]
2.2) [als Bezeichnung für eine aus derselben (engeren) Region stammende Person]:
• Ο καπετάνιος ήταν πατριώτης μου, αλλά είχε κάπου σαράντα χρόνια να πατήσει στο νησί. ° Der Kapitän [des Schiffs (auf dem ich in Amerika angeheuert hatte)] stammte aus dem gleichen Dorf* wie ich, hatte aber seit ungefähr vierzig Jahren keinen Fuß mehr auf die Insel gesetzt. // Der Kapitän war ein Landsmann* von mir, aber er hatte seit […]. [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
*[Anm.: Da es im Text um die Insel (sc. Σκιάθος) als solche geht und ein konkretes Dorf gar nicht vorkommt, wäre wohl eine Übersetzung wie folgende passender: "… stammte von derselben Insel wie ich".] |
[im selben Sinne: το πατριωτάκι]:
• Είν’ εκεί ο διευθυντής και κάτι νοσοκόμοι, όλοι πατριωτάκια. ° Der Leiter und einige Krankenpfleger [des griechischen Feldlazaretts nahe der Front in den mazedonischen Bergen] sind [so wie ich] aus Lesbos. [d.h. sie kommen aus meiner Heimatregion] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
Weitere Wörter:
- ΠΑΡΟΤΡΥΝΩ...παροτρύνω 1) [jemandem] zureden 2) animieren / ermuntern [zB. durch Werbeslogans die Konsumenten zum Kauf einer Ware] ...
- ΠΑΡΟΧΗ, η...παροχή, η • η παροχή υπηρεσιών ° das Erbringen (die Erbringung) von Dienstleistungen ...
- ΠΑΡΤΗ, η...πάρτη, η για (την) πάρτη μου: a) για το προσωπικό μου συμφέρον [ΛΜΠ] – π.χ.: • πρώτα θα φροντίσω για (την) πάρτη μου και μετά για τους άλλους [ΛΜΠ] b) για μένα,...
- ΠΑΡΩΘΩ...παρωθώ (-είς) = aufhetzen, anstacheln [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΑΣΟ, το...πάσο, το 1. πάω πάσο ° παραιτούμαι, υποχωρώ [ΛΠΑ] // υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω,...
- ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...
- ΠΑΣΤΕΛΙ, το...παστέλι, το • τη γεύση από παστέλι που πουλάν στους σταθμούς ° den Geschmack von Pastelli, jener Süßigkeit aus Sesam und Honig,...
- ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, ο...παστουρμάς, ο • Χρόνια αγόραζα παστουρμά από τον πλανόδιο πωλητή που έστηνε το τεζιάκι του δίπλα σ’ αυτόν τον τοίχο του [...] νεκροταφείου....
- ΠΑΤΑΡΙ, το...πατάρι, το 1) der Dachboden [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] [bzw.:] der Dachspeicher [DF+GF aus:...
- ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...
- ΠΑΤΩ...πατώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) (κάτι): (auf etwas) treten (steigen) / (auf etwas) "draufsteigen": • Η Άννα ενώ χόρευε, πάτησε ένα καρφί....
- ΠΑΤΩΜΑ, το...πάτωμα, το 1) das Stockwerk 2) der Boden [zB. der Bretterboden eines Zimmers] ...
- ΠΑΥΩ...παύω • ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του wenn Thomas seinen Namen hörte,...
- ΠΑΩ [bzw.] ΠΗΓΑΙΝΩ...πάω [bzw.] πηγαίνω Übersicht: 1. Zur Grammatik 2.1. πάω να … (Ι) 2.2. πάω να … (ΙI) 2.3. πάω να … (ΙII) 3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung] 4. πάω και ......
- ΠΕΘΑΙΝΩ...πεθαίνω 1) [wörtliche Bedeutung]: • ο Ρασκόλνικοφ πέθανε ξαφνικά απ’ την καρδιά του ° Raskolnikov starb ganz plötzlich an Herzversagen [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΠΕΘΥΜΩ...πεθυμώ (-άς) σε (τον, ...) πεθύμησα: [Anm.: vgl. auch die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
- ΠΕΙΘΩ...πείθω • Η Ζυλιέτ πείστηκε ότι η Ιβάνα είχε επιστρέψει στον κόσμο ως σκύλα [...]. […] Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη επειγόντως....
- ΠΕΙΝΩ...πεινώ (-άς) • Φάε ένα μήλο, δεν πείνασες; Iss einen Apfel, hast du noch keinen Hunger? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [...], έχουμε κι αλμυρές σαρδέλλες, και τυρί,...
- ΠΕΙΡΑΖΩ...πειράζω δε θα πείραζε (να ...) ° es könnte nichts schaden (… zu …) [iS von: es wäre sinnvoll, wünschenswert] ...