παροτρύνω
1) [jemandem] zureden
2) animieren / ermuntern [zB. durch Werbeslogans die Konsumenten zum Kauf einer Ware]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΠΑΡΑΣΥΡΩ...παρασύρω ([bzw. volkstümlich:] παρασέρνω) • Όχι ... Δεν ήταν δυνατό ... Η φαντασία την παράσερνε ... ° Nein ......
- ΠΑΡΑΤΑΙΡΟΣ, -η, -ο...παράταιρος, -η, -ο = unpassend [zB. die Empfehlung, in einer Zeit der Technisierung und der rationalen Weltsicht Märchen zu lesen] / deplatziert:...
- ΠΑΡΑΤΗΡΩ...παρατηρώ (-είς) Zu den Bedeutungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe παρατηρώ und βλέπω (sowie κοιτάζω und αγναντεύω): s....
- ΠΑΡΑΤΩ...παρατώ (-άς) δεν με παρατάς! ° άφησέ με ήσυχο / μη με ενοχλείς [ΛΜΠ] • [...], δε μας απαρατάς μ’ αυτήνα τη Μαρίτσα. Δε λες και για καμιάν άλλη, [...]. ° [...],...
- ΠΑΡΕΑ, η...παρέα, η • η παρέα του παραμυθά του Τρίστρομ την ηρέμησε ° die Gegenwart des Märchenonkels Tristram beruhigte sie [GF+DF aus: Σκούρτης:...
- ΠΑΡΕΞΗΓΩ...παρεξηγώ (-είς) • Μη με παρεξηγείς [,] θείε. ° Sei mir nicht bös, Onkel. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] • Πρέπει να πάω, αλλιώς θα παρεξηγηθούν....
- ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΟΜΑΙ...παρευρίσκομαι (bzw. παραβρίσκομαι) παρευρίσκομαι (παραβρίσκομαι) – παρίσταμαι:...
- ΠΑΡΙΣΙ, το...Παρίσι, το Verwendung im Plural (τα Παρίσια): • [...] δεν υπάρχει ελπίδα να βάλουμε ούτε μια δεκάρα στην άκρη, όχι για Λονδίνα και Παρίσια, [......
- ΠΑΡΙΣΤΑΜΑΙ...παρίσταμαι zum (leichten) Bedeutungsunterschied gegenüber παρευρίσκομαι: s. παρευρίσκομαι ...
- ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ, η...παρόρμηση, η • Είχα για λίγο την έντονη παρόρμηση να [...] ° Kurzzeitig hatte ich den intensiven Drang, […] zu […] [GF+DF aus:...
Nachher:
- ΠΑΡΟΧΗ, η...παροχή, η • η παροχή υπηρεσιών ° das Erbringen (die Erbringung) von Dienstleistungen ...
- ΠΑΡΤΗ, η...πάρτη, η για (την) πάρτη μου: a) για το προσωπικό μου συμφέρον [ΛΜΠ] – π.χ.: • πρώτα θα φροντίσω για (την) πάρτη μου και μετά για τους άλλους [ΛΜΠ] b) για μένα,...
- ΠΑΡΩΘΩ...παρωθώ (-είς) = aufhetzen, anstacheln [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΠΑΣΟ, το...πάσο, το 1. πάω πάσο ° παραιτούμαι, υποχωρώ [ΛΠΑ] // υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω,...
- ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...
- ΠΑΣΤΕΛΙ, το...παστέλι, το • τη γεύση από παστέλι που πουλάν στους σταθμούς ° den Geschmack von Pastelli, jener Süßigkeit aus Sesam und Honig,...
- ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, ο...παστουρμάς, ο • Χρόνια αγόραζα παστουρμά από τον πλανόδιο πωλητή που έστηνε το τεζιάκι του δίπλα σ’ αυτόν τον τοίχο του [...] νεκροταφείου....
- ΠΑΤΑΡΙ, το...πατάρι, το 1) der Dachboden [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] [bzw.:] der Dachspeicher [DF+GF aus:...
- ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...