παρευρίσκομαι  (bzw. παραβρίσκομαι)


παρευρίσκομαι (παραβρίσκομαι)  –  παρίσταμαι:

Tο ρήμα "παρευρίσκομαι" ή "παραβρίσκομαι" δηλώνει (λόγω της προθέσεως) το παρεπόμενο, το τυχαίο, το περιστασιακό της καταστάσεως. Δηλαδή σημαίνει ότι είμαι παρών τυχαίως και όχι ειδικώς. Ένας υπουργός δεν παραβρίσκεται απλώς αλλά ειδικώς παρίσταται. 

Oι συντάκτες των πολιτικών ειδήσεων χρησιμοποιούν συχνά το ρήμα "παραβρίσκομαι" αντί του ρήματος "παρίσταμαι", π.χ.: 

"Στη σύσκεψη της οικονομικής επιτροπής παραβρέθηκαν οι υπουργοί ..." – αντί "παρέστησαν"

[Quelle: Internet (Ακαδημία Αθηνών – Δελτίο επιστημονικής ορολογίας και νεολογισμών, Τεύχος 6)]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΑΡΑΠΟΝΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...παραπονεμένος, -η, -ο • "[...];" φώναζε παραπονεμένη η χελώνα. ° "…[Warum lasst ihr mich nicht von dem Toten Abschied nehmen]?...
  • ΠΑΡΑΠΟΝΟ, το...παράπονο, το 1. [allgemein]: • Κοιμήθηκε μ’ αναφυλλητά [= αναφιλητά] και σε λίγο ο ύπνος έσβησε το παράπονό του....
  • ΠΑΡΑΣΕΡΝΩ... s. παρασύρω ...
  • ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ, τα...παρασκήνια, τα στα παρασκήνια ° hinter der Bühne ([engl.: backstage]) // hinter den Kulissen ...
  • ΠΑΡΑΣΥΡΩ...παρασύρω ([bzw. volkstümlich:] παρασέρνω) • Όχι ... Δεν ήταν δυνατό ... Η φαντασία την παράσερνε ... ° Nein ......
  • ΠΑΡΑΤΑΙΡΟΣ, -η, -ο...παράταιρος, -η, -ο = unpassend [zB. die Empfehlung, in einer Zeit der Technisierung und der rationalen Weltsicht Märchen zu lesen] / deplatziert:...
  • ΠΑΡΑΤΗΡΩ...παρατηρώ (-είς) Zu den Bedeutungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe παρατηρώ und βλέπω (sowie κοιτάζω und αγναντεύω): s....
  • ΠΑΡΑΤΩ...παρατώ (-άς) δεν με παρατάς! ° άφησέ με ήσυχο / μη με ενοχλείς [ΛΜΠ] • [...], δε μας απαρατάς μ’ αυτήνα τη Μαρίτσα. Δε λες και για καμιάν άλλη, [...]. ° [...],...
  • ΠΑΡΕΑ, η...παρέα, η • η παρέα του παραμυθά του Τρίστρομ την ηρέμησε ° die Gegenwart des Märchen­onkels Tristram beruhigte sie [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΠΑΡΕΞΗΓΩ...παρεξηγώ (-είς) • Μη με παρεξηγείς [,] θείε. ° Sei mir nicht bös, Onkel. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] • Πρέπει να πάω, αλλιώς θα παρεξηγηθούν....
Nachher:
  • ΠΑΡΙΣΙ, το...Παρίσι, το Verwendung im Plural (τα Παρίσια): • [...] δεν υπάρχει ελπίδα να βάλουμε ούτε μια δεκάρα στην άκρη, όχι για Λονδίνα και Παρίσια, [......
  • ΠΑΡΙΣΤΑΜΑΙ...παρίσταμαι zum (leichten) Bedeutungsunterschied gegenüber παρευρίσκομαι: s. παρευρίσκομαι ...
  • ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ, η...παρόρμηση, η • Είχα για λίγο την έντονη παρόρμηση να [...] ° Kurzzeitig hatte ich den intensiven Drang, […] zu […] [GF+DF aus:...
  • ΠΑΡΟΤΡΥΝΩ...παροτρύνω 1) [jemandem] zureden 2) animieren / ermuntern [zB. durch Werbe­slogans die Konsumenten zum Kauf einer Ware] ...
  • ΠΑΡΟΧΗ, η...παροχή, η • η παροχή υπηρεσιών ° das Erbringen (die Erbringung) von Dienstleistungen ...
  • ΠΑΡΤΗ, η...πάρτη, η για (την) πάρτη μου: a) για το προσωπικό μου συμφέρον [ΛΜΠ] – π.χ.: • πρώτα θα φροντίσω για (την) πάρτη μου και μετά για τους άλλους [ΛΜΠ] b) για μένα,...
  • ΠΑΡΩΘΩ...παρωθώ (-είς) = aufhetzen, anstacheln [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΑΣΟ, το...πάσο, το 1. πάω πάσο ° παραιτούμαι, υποχωρώ [ΛΠΑ] // υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω,...
  • ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...