πάσο, το


1. πάω πάσο  °  παραιτούμαι, υποχωρώ  [ΛΠΑ]  //  υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω, απέχω (από την γλώσσα των χαρτοπαικτών)  [ΛΔΗ]  //  nicht mitmachen (bei = σε)  [Wendt]

π.χ.:

• Εγώ πάω πάσο, δεν μπορώ (να έρθω μαζί σας στην εκδρομή αύριο γιατί είμαι άρρωστος).   [ΛΔΗ]


2. με το πάσο μου:

• Το είχε αρχίσει [το αριστούργημά του] ο μπαρμπα-Τζωρτζ πριν έξι μήνες και το δούλευε σιγά σιγά με το πάσο του, [...]  °  [Der alte] George [Maler] hatte vor sechs Monaten da­mit begonnen [sc. mit seinem Meisterwerk] und arbeitete ganz gemächlich daran, […]     [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΑΡΕΑ, η...παρέα, η • η παρέα του παραμυθά του Τρίστρομ την ηρέμησε ° die Gegenwart des Märchen­onkels Tristram beruhigte sie [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΠΑΡΕΞΗΓΩ...παρεξηγώ (-είς) • Μη με παρεξηγείς [,] θείε. ° Sei mir nicht bös, Onkel. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] • Πρέπει να πάω, αλλιώς θα παρεξηγηθούν....
  • ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΟΜΑΙ...παρευρίσκομαι (bzw. παραβρίσκομαι) παρευρίσκομαι (παραβρίσκομαι) – παρίσταμαι:...
  • ΠΑΡΙΣΙ, το...Παρίσι, το Verwendung im Plural (τα Παρίσια): • [...] δεν υπάρχει ελπίδα να βάλουμε ούτε μια δεκάρα στην άκρη, όχι για Λονδίνα και Παρίσια, [......
  • ΠΑΡΙΣΤΑΜΑΙ...παρίσταμαι zum (leichten) Bedeutungsunterschied gegenüber παρευρίσκομαι: s. παρευρίσκομαι ...
  • ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ, η...παρόρμηση, η • Είχα για λίγο την έντονη παρόρμηση να [...] ° Kurzzeitig hatte ich den intensiven Drang, […] zu […] [GF+DF aus:...
  • ΠΑΡΟΤΡΥΝΩ...παροτρύνω 1) [jemandem] zureden 2) animieren / ermuntern [zB. durch Werbe­slogans die Konsumenten zum Kauf einer Ware] ...
  • ΠΑΡΟΧΗ, η...παροχή, η • η παροχή υπηρεσιών ° das Erbringen (die Erbringung) von Dienstleistungen ...
  • ΠΑΡΤΗ, η...πάρτη, η για (την) πάρτη μου: a) για το προσωπικό μου συμφέρον [ΛΜΠ] – π.χ.: • πρώτα θα φροντίσω για (την) πάρτη μου και μετά για τους άλλους [ΛΜΠ] b) για μένα,...
  • ΠΑΡΩΘΩ...παρωθώ (-είς) = aufhetzen, anstacheln [Wendt (alte Auflage)] ...
Nachher:
  • ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...
  • ΠΑΣΤΕΛΙ, το...παστέλι, το • τη γεύση από παστέλι που πουλάν στους σταθμούς ° den Geschmack von Pastelli, jener Süßigkeit aus Sesam und Honig,...
  • ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, ο...παστουρμάς, ο • Χρόνια αγόραζα παστουρμά από τον πλανόδιο πωλητή που έστηνε το τεζιάκι του δίπλα σ’ αυτόν τον τοίχο του [...] νεκροταφείου....
  • ΠΑΤΑΡΙ, το...πατάρι, το 1) der Dachboden [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] [bzw.:] der Dachspeicher [DF+GF aus:...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, ο...πατριώτης, ο 1) der Patriot 2.1) der Landsmann: • "Dollars; Dollars;", με ρώτησε [...]. Δολλάρια ήθελε ν’ αγοράσει. [...] "Άει παράτα μας",...
  • ΠΑΤΩ...πατώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) (κάτι): (auf etwas) treten (steigen) / (auf etwas) "draufsteigen": • Η Άννα ενώ χόρευε, πάτησε ένα καρφί....
  • ΠΑΤΩΜΑ, το...πάτωμα, το 1) das Stockwerk 2) der Boden [zB. der Bretterboden eines Zimmers] ...
  • ΠΑΥΩ...παύω • ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του wenn Thomas seinen Namen hörte,...