πατάρι, το


1) der Dachboden   [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]  [bzw.:]

    der Dachspeicher   [DF+GF aus: Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ]


2) the platform  °  das Podium [aus Holzbrettern gemacht; auf das man Hausrat legen und auf das man sich selbst draufsetzen kann]   [nähere Beschreibung s. J. Steinbeck: Τα σταφύλια της οργής]


3) die [Sitz-]Bank:

• Μπροστά από ένα τραπεζάκι, στο βάθος, απάνω σε σανιδένιο πατάρι, θρόνιαζαν οι προύχοντες του χωριού.  °  An einem kleinen Tisch im Hintergrund [des Kaffeehauses] thronten auf einer hölzernen Bank die Notablen des Dorfes.   [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΑΡΙΣΤΑΜΑΙ...παρίσταμαι zum (leichten) Bedeutungsunterschied gegenüber παρευρίσκομαι: s. παρευρίσκομαι ...
  • ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ, η...παρόρμηση, η • Είχα για λίγο την έντονη παρόρμηση να [...] ° Kurzzeitig hatte ich den intensiven Drang, […] zu […] [GF+DF aus:...
  • ΠΑΡΟΤΡΥΝΩ...παροτρύνω 1) [jemandem] zureden 2) animieren / ermuntern [zB. durch Werbe­slogans die Konsumenten zum Kauf einer Ware] ...
  • ΠΑΡΟΧΗ, η...παροχή, η • η παροχή υπηρεσιών ° das Erbringen (die Erbringung) von Dienstleistungen ...
  • ΠΑΡΤΗ, η...πάρτη, η για (την) πάρτη μου: a) για το προσωπικό μου συμφέρον [ΛΜΠ] – π.χ.: • πρώτα θα φροντίσω για (την) πάρτη μου και μετά για τους άλλους [ΛΜΠ] b) για μένα,...
  • ΠΑΡΩΘΩ...παρωθώ (-είς) = aufhetzen, anstacheln [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΑΣΟ, το...πάσο, το 1. πάω πάσο ° παραιτούμαι, υποχωρώ [ΛΠΑ] // υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω,...
  • ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...
  • ΠΑΣΤΕΛΙ, το...παστέλι, το • τη γεύση από παστέλι που πουλάν στους σταθμούς ° den Geschmack von Pastelli, jener Süßigkeit aus Sesam und Honig,...
  • ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, ο...παστουρμάς, ο • Χρόνια αγόραζα παστουρμά από τον πλανόδιο πωλητή που έστηνε το τεζιάκι του δίπλα σ’ αυτόν τον τοίχο του [...] νεκροταφείου....
Nachher:
  • ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, ο...πατριώτης, ο 1) der Patriot 2.1) der Landsmann: • "Dollars; Dollars;", με ρώτησε [...]. Δολλάρια ήθελε ν’ αγοράσει. [...] "Άει παράτα μας",...
  • ΠΑΤΩ...πατώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) (κάτι): (auf etwas) treten (steigen) / (auf etwas) "draufsteigen": • Η Άννα ενώ χόρευε, πάτησε ένα καρφί....
  • ΠΑΤΩΜΑ, το...πάτωμα, το 1) das Stockwerk 2) der Boden [zB. der Bretterboden eines Zimmers] ...
  • ΠΑΥΩ...παύω • ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του wenn Thomas seinen Namen hörte,...
  • ΠΑΩ [bzw.] ΠΗΓΑΙΝΩ...πάω [bzw.] πηγαίνω Übersicht: 1. Zur Grammatik 2.1. πάω να … (Ι) 2.2. πάω να … (ΙI) 2.3. πάω να … (ΙII) 3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung] 4. πάω και ......
  • ΠΕΘΑΙΝΩ...πεθαίνω 1) [wörtliche Bedeutung]: • ο Ρασκόλνικοφ πέθανε ξαφνικά απ’ την καρδιά του ° Raskolnikov starb ganz plötzlich an Herzversagen [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΠΕΘΥΜΩ...πεθυμώ (-άς) σε (τον, ...) πεθύμησα: [Anm.: vgl. auch die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΠΕΙΘΩ...πείθω • Η Ζυλιέτ πείστηκε ότι η Ιβάνα είχε επιστρέψει στον κόσμο ως σκύλα [...]. […] Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη επειγόντως....