πατώ (-άς)


1. Grundbedeutungen:

a) (κάτι): (auf etwas) treten (steigen) / (auf etwas) "draufsteigen":

• Η Άννα ενώ χόρευε, πάτησε ένα καρφί. Ο γιατρός τής έδεσε το τραύμα.  °  Anna ist, während sie tanzte, auf einen Nagel gestiegen (getreten). Der Arzt ver­band ihr die Wunde.

b) (σε): (etwas) betreten [etc.]:

• όταν ο πρώτος άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι στα τέλη της δεκαετίας του ’60  °  als Ende der 60er-Jahre der erste Mensch den Mond betrat

• είχε κάπου σαράντα χρόνια να πατήσει στο νησί  °  er hatte seit ungefähr vierzig Jahren keinen Fuß mehr auf die Insel gesetzt [von der er stammte]  [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

c) [am Boden] auftreten:

• Και τότες δεν ακούς παρά τ’ αμέτρητα άρβυλα, που πατάνε βαριά, άρρυθμα, [...]  °  Und dann hört man nichts mehr als die unzähligen Militärschuhe [der marschierenden Soldaten], die schwer und unrhythmisch auftreten, […]   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

d) (κάποιον): (jemanden) überfahren ("niederführen")

e) [einen Knopf, eine Taste etc.] drücken

f) [einen Eid] brechen


2. την πάτησα  °  εξαπατήθηκα, ζημιώθηκα κτλ. από αφέλεια, επιπολαιότητα, απροσεξία κτλ.  [ΛΚΝ]  //  ich bin [auf etwas] hereingefallen / ich habe draufgezahlt / ich bin hereingelegt worden


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΑΡΟΧΗ, η...παροχή, η • η παροχή υπηρεσιών ° das Erbringen (die Erbringung) von Dienstleistungen ...
  • ΠΑΡΤΗ, η...πάρτη, η για (την) πάρτη μου: a) για το προσωπικό μου συμφέρον [ΛΜΠ] – π.χ.: • πρώτα θα φροντίσω για (την) πάρτη μου και μετά για τους άλλους [ΛΜΠ] b) για μένα,...
  • ΠΑΡΩΘΩ...παρωθώ (-είς) = aufhetzen, anstacheln [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΠΑΣΟ, το...πάσο, το 1. πάω πάσο ° παραιτούμαι, υποχωρώ [ΛΠΑ] // υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω,...
  • ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...
  • ΠΑΣΤΕΛΙ, το...παστέλι, το • τη γεύση από παστέλι που πουλάν στους σταθμούς ° den Geschmack von Pastelli, jener Süßigkeit aus Sesam und Honig,...
  • ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, ο...παστουρμάς, ο • Χρόνια αγόραζα παστουρμά από τον πλανόδιο πωλητή που έστηνε το τεζιάκι του δίπλα σ’ αυτόν τον τοίχο του [...] νεκροταφείου....
  • ΠΑΤΑΡΙ, το...πατάρι, το 1) der Dachboden [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] [bzw.:] der Dachspeicher [DF+GF aus:...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, ο...πατριώτης, ο 1) der Patriot 2.1) der Landsmann: • "Dollars; Dollars;", με ρώτησε [...]. Δολλάρια ήθελε ν’ αγοράσει. [...] "Άει παράτα μας",...
Nachher:
  • ΠΑΤΩΜΑ, το...πάτωμα, το 1) das Stockwerk 2) der Boden [zB. der Bretterboden eines Zimmers] ...
  • ΠΑΥΩ...παύω • ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του wenn Thomas seinen Namen hörte,...
  • ΠΑΩ [bzw.] ΠΗΓΑΙΝΩ...πάω [bzw.] πηγαίνω Übersicht: 1. Zur Grammatik 2.1. πάω να … (Ι) 2.2. πάω να … (ΙI) 2.3. πάω να … (ΙII) 3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung] 4. πάω και ......
  • ΠΕΘΑΙΝΩ...πεθαίνω 1) [wörtliche Bedeutung]: • ο Ρασκόλνικοφ πέθανε ξαφνικά απ’ την καρδιά του ° Raskolnikov starb ganz plötzlich an Herzversagen [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΠΕΘΥΜΩ...πεθυμώ (-άς) σε (τον, ...) πεθύμησα: [Anm.: vgl. auch die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΠΕΙΘΩ...πείθω • Η Ζυλιέτ πείστηκε ότι η Ιβάνα είχε επιστρέψει στον κόσμο ως σκύλα [...]. […] Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη επειγόντως....
  • ΠΕΙΝΩ...πεινώ (-άς) • Φάε ένα μήλο, δεν πείνασες; Iss einen Apfel, hast du noch keinen Hun­ger? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [...], έχουμε κι αλμυρές σαρδέλλες, και τυρί,...
  • ΠΕΙΡΑΖΩ...πειράζω δε θα πείραζε (να ...) ° es könnte nichts schaden (… zu …) [iS von: es wäre sinnvoll, wünschenswert] ...
  • ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ, το...πειρατικό, το = a) καράβι πειρατή // b) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης που χρησι­μο­ποιείται παράνομα σαν ταξί [ΛΓΙΟ] – π.χ.:...