πεινώ (-άς)


• Φάε ένα μήλο, δεν πείνασες;

Iss einen Apfel, hast du noch keinen Hun­ger?   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• [...], έχουμε κι αλμυρές σαρδέλλες, και τυρί, δεν πείνασες; Τι ρωτώ; Θα πείνασες.

[…], wir haben auch Sardellen mit und Käse, hast du noch keinen Hunger? Was frage ich denn? Du hast bestimmt Hunger.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Όταν πεινάσει, όταν ζητήσει μόνη της να φάει, σημαίνει πως αναλαμβάνει πάλι δυνάμεις.

Wenn sie Hunger bekommt, wenn sie nach Essen verlangt, dann heißt es, dass sie [= die Kranke] wieder zu Kräften kommt.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Και ζήτησε μέσ’ απ’ τα δόντια της μια άλλη λεμονάδα. Και να της φέρουν να φάει, πείνασε.

Zwischen den Zähnen stieß sie die Bitte nach mehr Zitronensaft hervor. Auch etwas zu essen solle man ihr bringen, sie habe Hunger bekommen.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Πείνασες; [...] Καλά τ’ άκουσα; Είπε πείνασα; Έχει μήνες να πεινάσει!

Du hast Hunger bekommen? […] Habe ich richtig gehört? Hat sie gesagt, sie habe Hunger bekom­men? Seit Monaten hat sie keinen Hunger gehabt.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• [...] πεινάς; Πείνασες πολύ;

[...] hast du Hunger? Bist [du] sehr hungrig gewor­den?   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΑΤΑΡΙ, το...πατάρι, το 1) der Dachboden [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] [bzw.:] der Dachspeicher [DF+GF aus:...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, ο...πατριώτης, ο 1) der Patriot 2.1) der Landsmann: • "Dollars; Dollars;", με ρώτησε [...]. Δολλάρια ήθελε ν’ αγοράσει. [...] "Άει παράτα μας",...
  • ΠΑΤΩ...πατώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) (κάτι): (auf etwas) treten (steigen) / (auf etwas) "draufsteigen": • Η Άννα ενώ χόρευε, πάτησε ένα καρφί....
  • ΠΑΤΩΜΑ, το...πάτωμα, το 1) das Stockwerk 2) der Boden [zB. der Bretterboden eines Zimmers] ...
  • ΠΑΥΩ...παύω • ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του wenn Thomas seinen Namen hörte,...
  • ΠΑΩ [bzw.] ΠΗΓΑΙΝΩ...πάω [bzw.] πηγαίνω Übersicht: 1. Zur Grammatik 2.1. πάω να … (Ι) 2.2. πάω να … (ΙI) 2.3. πάω να … (ΙII) 3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung] 4. πάω και ......
  • ΠΕΘΑΙΝΩ...πεθαίνω 1) [wörtliche Bedeutung]: • ο Ρασκόλνικοφ πέθανε ξαφνικά απ’ την καρδιά του ° Raskolnikov starb ganz plötzlich an Herzversagen [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΠΕΘΥΜΩ...πεθυμώ (-άς) σε (τον, ...) πεθύμησα: [Anm.: vgl. auch die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΠΕΙΘΩ...πείθω • Η Ζυλιέτ πείστηκε ότι η Ιβάνα είχε επιστρέψει στον κόσμο ως σκύλα [...]. […] Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη επειγόντως....
Nachher:
  • ΠΕΙΡΑΖΩ...πειράζω δε θα πείραζε (να ...) ° es könnte nichts schaden (… zu …) [iS von: es wäre sinnvoll, wünschenswert] ...
  • ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ, το...πειρατικό, το = a) καράβι πειρατή // b) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης που χρησι­μο­ποιείται παράνομα σαν ταξί [ΛΓΙΟ] – π.χ.:...
  • ΠΕΙΣΤΩ (θα, να, ...)...πειστώ (θα, να, ...) s. πείθω ...
  • ΠΕΛΩΡΙΟΣ, -α, -ο...πελώριος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe πελώριος und τεράστιος: s. unter τεράστιος, -α,...
  • ΠΕΝΙΑ, η...πενιά, η = Saitenschlag - Lied [Eideneider, Bd. 3, S. 158] ...
  • ΠΕΝΤΑΡΑ, η...πεντάρα, η Η πεντάρα ήταν το μεταλλικό νόμισμα που άξιζε πέντε λεφτά (η δραχμή έχει εκατό λεφτά). Ήταν, δηλαδή, το πιο μικρό νόμισμα,...
  • ΠΕΝΤΕ...πέντε μένω στους πέντε δρόμους: • [...] και η μικρή Πετρούλα έμεινε στους πέντε δρόμους να την δείχνουν όλοι με το δάχτυλο....
  • ΠΕΝΤΟΧΙΛΙΑΡΟ, το...πεντοχίλιαρο, το = der 5000-Drachmen-[Geld-]Schein ...
  • ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΣ, -η, -ο...πεπαιδευμένος, -η, -ο = gebildet [Wendt (alte Auflage)] ...