πάω  [bzw.]  πηγαίνω


Übersicht:

1. Zur Grammatik

2.1. πάω να … (Ι)

2.2. πάω να … (ΙI)

2.3. πάω να … (ΙII) 

3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung]

4. πάω και ...

5. πάω για ...

6. πάω από ...

7. πάει / πηγαίνει [in Zusammenhang mit Zeitbestimmungen]

8. πάει (πάνε) ... που ... [unter Angabe eines Zeitraums]

9. πάει [bzw.] πάνε [zum Ausdruck eines Verlusts bzw. Endes]

10.1. μου πάει (Ι)

10.2. μου πάει (ΙΙ)

11. σε (τον / την / …) πάω [bzw.] πάω κάποιον (-α)

12. πάω με (κάποιον)

13.1. πώς πας; [bzw.] πώς τα πας; [bzw.] πώς πάει; [als Frage nach dem Befinden]

13.2. πώς πάω; // τα πας ... [als Äuße­rung zu Leistungseigenschaften]

13.3. τα πάω καλά (άσχημα [etc.]) (με)

14. πού το πας;

15. για [...] το πήγαινα και μου βγήκε [...]


16. πού θα πάει; [bzw.] πού θα μου πάει; [etc.] [+ Aus­sagesatz im Futur]

17. πού θα πάω αν ...

18. πάει πολύ

19. πόσο πάει;

20. και πάει λέγοντας

21. δεν πά’ να ... / δεν πα να ... 

22. πάω κι έρχομαι

23. με πάει και με φέρνει

24. πηγαίνω σε … [bei einer Formulierung bzw. Wortwahl]

25. πάνε [als Imperativ]


26. πάω να βρω *

27. πού πήγε ο/η/το ...; *

28. πάω γυρεύοντας *

29. πάω πάσο *

30. πάει καλά! *

31. (δεν) πάω καλά *

32. πας καλά; *

33. πάω χαμένος (-η, -ο) *

34. κάτι πάει χαμένο *

35. Άσ’ τα να πάνε! *

*[Verweis zu anderer Stelle des Wörter­buchs]




1. Zur Grammatik:


Präsens (Ενεστώτας)**

Παρατατικός

Αόριστος

πάω / πηγαίνω

πας / πηγαίνεις

πάει / πηγαίνει

πάμε / πηγαίνουμε

πάτε / πηγαίνετε

πάνε (παν*) / πηγαίνουν

(πηγαίνουνε*)

πήγαινα

πήγαινες

πήγαινε

πηγαίναμε

πηγαίνατε

πήγαιναν / πηγαίναν(ε)*

πήγα

πήγες

πήγε

πήγαμε

πήγατε

πήγαν(ε)*


Formen mit Stamm 1 

(Präsensstamm)

Formen mit Stamm 2 

(Aoriststamm)

(θα, να, όταν, ...) 

πηγαίνω

πηγαίνεις 

πηγαίνει

πηγαίνουμε

πηγαίνετε 

πηγαίνουν(ε)*

(θα, να, όταν, ...) 

πάω

πας

πάει

πάμε

πάτε

πάνε / παν*


[Quelle: Ιορδανίδου, σ. 304]


*[Ιορδανίδου, S 304]:

Οι β' τύποι (και αυτοί με το τελικό "ε") κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία.


**[Ιορδανίδου, S 304]:

Οι τύποι "πάω" και "πηγαίνω" δεν έχουν πάντοτε την ίδια σημασία.

[bzw. S. 372]:

"πάω" – "πηγαίνω": δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το "πάω" χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: 

"πάω για ...", "πάω να ...", "πάω χαμένος", "πού θα πάει", "πάει να πει", "πάει κι έρχεται" κτλ.


2.1. πάω να … (Ι)  °  προσπαθώ να ... / επιχειρώ να ...   [ΛΔΗ, σ. 288]

π.χ.:

• Πήγε να πει κάτι, αλλά δεν κατάφερε να πει τίποτα.  [ΛΔΗ]

• Μα τι πας να κάνεις;   [ΛΔΗ]

• Μην πας τώρα να κρυφτείς!   [ΛΔΗ]

• Εγώ ο κακομοίρης πήγα να τους χωρίσω, αλλά βρήκα τον μπελά μου.  [ΛΔΗ] 

weitere BSe:

• [...] κι όταν ετοιμάζονταν να φύγουν, πήγα να φύγω πιο μπροστά. Αλλά μ’ έπιασε απ’ τον αγκώνα η μάνα μου, με σαβούρντισε εκεί που είχαμε τα ζώα κι άρχισε να με δέρνει.

[...] und als sie [die beiden Großmütter] dann gingen [wörtl.: sich bereit mach­ten zu gehen], wollte ich schnell weglaufen. Aber meine Mutter packte mich an den Ellen­bogen, zerrte mich dorthin, wo das Vieh war, und fing an, mich zu verhauen. 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• [...] που γινόταν ακόμα πιο παράξενη και σκοτεινή [= η μυρουδιά] όταν πήγαιναν να την πνίξουν με κάποιο αιθέριο έλαιο

[…], der noch seltsamer und düsterer wirk­te [sc. der Geruch (an ihrer Kleidung, ihrer Haut etc.)], wenn sie ihn mal durch ein ätherisches Öl zu überdecken versuchten

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


2.2. πάω να ... (ΙΙ)  °  κοντεύω να ... / παρά λίγο να ...   [ΛΔΗ, σ. 288] 

π.χ.:

• Μόλις τ’ άκουσα πήγα να τρελαθώ.    [ΛΔΗ]

• Το ’μαθε (= το πολύ δυσάρεστο νέο) και πήγε να πεθάνει.   [ΛΔΗ]

• Πήγε να σκάσει απ’ το κακό της!   [ΛΔΗ]

weitere BSe:

• πάω να χάσω το μυαλό μου

ich bin nahe daran, meinen Verstand zu verlieren   [GF+DF aus: Moser, S 480]

[Anm.: Übersetzungsalternative:

ich bin kurz davor, meinen Verstand zu verlieren]

• κι αυτή τη στιγμή πάω να χάσω το νου μου από την απορία

und im Augenblick bin ich dabei, vor Er­stau­nen den Verstand zu verlieren

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• [...] και πήγε να της στραμπουλήξει το χέρι. Του ξέφυγε, […]

[…], und er hätte ihr beinah den Arm aus­gerenkt. Sie entkam ihm mit knapper Not, […]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• [...], όπως πήγε να προτείνει ο Χριστόφορος.

[…], wie Christóphoros es beinah vor­ge­schlagen hätte.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• το φονικό που πήγε να γίνει

der Mord, der beinahe geschehen wäre [nämlich wenn der Angegriffene dem Axt­hieb des Täters nicht rechtzeitig auswei­chen hätte können]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• εδώ πήγε να πει "μου φάνηκε", αλλά δεν το ’πε

hier [= an dieser Stelle seiner Schil­de­rung] wollte er "glaube ich" [wörtl.: "es kam mir (so) vor"] sagen [= er war nahe daran, es zu sagen], sagte es aber nicht

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Το φθινόπωρο πάει να τελειώσει, τα βράδια έγιναν ψυχρά.

Der Herbst ging [richtig: geht] dem Ende zu, die Abende wurden kühl.

[GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus: Kalimerhaba]

• Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.

Sein Herz schlug zum Zerspringen. [vor freudiger Er­regung]    [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

[Anm.: praktikable Übersetzungsalternati­ven wären:

Sein Herz war nahe daran zu zer­springen. / Sein Herz drohte zu zersprin­gen.]


2.3. πάω να ... (ΙΙΙ) [als Ausdruck des Weggehens, um etwas Bestimmtes zu machen]:

• Πάω να τον φέρω.

Ich hole ihn. [sc. meinen Freund, der draußen im Garten (vor dem Haus, in dem wir uns gerade befinden) wartet]

• Μήπως πάει να φέρει τα κλειδιά;

Vielleicht holt er die Schlüssel (geht er die Schlüs­sel holen)? [sc. der Polizist, der eben zur Zellentür kam und gleich wieder wegging]

• Θα πάω εγώ να κοιτάξω.

Jetzt gehe [auch] ich mal nachsehen. [ob es hier irgend­wo einen Flaschenöffner gibt]

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• "Πήγα να βγάλω τους φακούς, με τσούζουν τα μάτια μου", είπε η Τζούλια γυρίζοντας στο δωμάτιο.

"Ich habe meine Kontaktlinsen heraus­ge­nommen, sonst brennen mir die Augen", sagte Julia, als sie [aus dem Badezimmer] ins Zimmer zurückkam.  [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


3. πάμε να ... [ermunternde Aufforderung]:

• πάμε να φύγουμε  °  komm, wir gehen  [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]  //  lass uns gehen   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


4. πάω και ... :

σημαίνει περίπου "πασχίζω να ...", "φροντίζω να ..."· υπογραμμίζει την δυναμικότητα μιας ενέργειας  [ΛΔΗ, σ. 288] 

π.χ.:

• Ο Τάκης πήγε και διάδωσε πως ο Νίκος φταίει (= φρόντισε να διαδώσει πως ...).  [ΛΔΗ]

• Τι ανόητοι αυτοί οι άνθρωποι! Πήγανε και γκρεμίσανε την ωραία παλιά εκκλησία και φτιάξανε στην θέση της αυτή την νέα, την τόσο άσχημη!   [ΛΔΗ]

[bzw.]

• Αυτά είπε, σύντροφοι, και πήγε κι έγινε φασίστας.  °  So [sc. das eben Zitierte] hat er [der französische Intellektuelle] geschrieben, Genossen, und dann ist er Faschist ge­worden.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


5. πάω για ...  °  [u.a.:] επιδιώκω να γίνω ...   [ΛΔΗ, σ. 288]

π.χ.:

• πάω για γαμπρός, νύφη, κουμπάρος, γιατρός, δάσκαλος κτλ.   [ΛΔΗ]

• Πάει για καθηγητής πανεπιστημίου τώρα ο Κυριάκος.   [ΛΔΗ]


6. πάω από ...  °  πεθαίνω από  [ΛΔΗ, σ. 287] – π.χ.:

• Πήγε από καρκίνο.  [ΛΔΗ]

• Κανένας δεν το περίμενε, να πάει από γρίπη.  [ΛΔΗ]

• Από τι πήγε ο παππούς; – [Α:] Από γεράματα.  [ΛΔΗ]

• Όποιος χριστιανός πάει από Τούρκου χέρι, αγιάζει και τραβάει ίσια στον παράδεισο.  °  Jeder Christ, der durch die Hand eines Türken stirbt, ist heilig und geht geradewegs ins Paradies.     [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


7. πάει / πηγαίνει [in Zusammenhang mit Zeitbestimmungen]:

[Anm.: allgemeine Erläuterung der Wendungen "η ώρα πάει ..." und "η ώρα πήγε ..." s. unter ώρα, η (Z 2)]

• πήγε πέντε η ώρα  °  έφτασε ... 

[Εμμ., σ. 379]

---

• πήγε τρεις η ώρα

es ist schon drei Uhr   [Pons]

• Η ώρα πήγε εφτάμιση ώσπου να φτάσω σπίτι.

Es war bereits halb acht, als ich nach Hause kam.     [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Στο μεταξύ έχει πάει οχτώ και εικο­σιπέντε, αλλά δεν έχω καμιά διάθεση ν’ ακούσω ειδήσεις.

Mittlerweile ist es bereits fünf vor halb neun, doch ich bin nicht in der Stimmung, die Nachrichtensendung einzuschalten.

[GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Χθες πήγε δύο η ώρα μέχρι να τα κατα­φέρει επιτέλους να πέσει στο κρεβάτι.

Es war zwei Uhr gestern, bis sie endlich in ihrem Bett war [= schlafen ging].

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Μέχρι να σηκωθεί, με τα χίλια ζόρια, έχει πάει 7 και τέταρτο. …[Μπαίνει στο ντους ...]

Es ist Viertel nach sieben, als sie sich end­lich aus dem Bett quält [nachdem schon um sieben Uhr der Wecker geläutet hatte.]

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Εν τω μεταξύ είχε πάει έξι ή εξίμισι.

Inzwischen war es sechs oder halb sieben [Uhr] geworden.

[DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Όταν κοίταξα το ρολόι μου, δεν είχε πάει ακόμα ούτε καν μεσημέρι.

Als ich auf die Uhr sah, war es noch nicht einmal Mittag.

[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Πήγε εννιά η ώρα. Ο θερμός αέρας πλανιόταν στο ταβάνι [...]

Es wurde neun Uhr. Der Föhn rüttelte am Dach [des Stalls], [...] 

[DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Και σαν πήγε μεσημέρι, [...]

Als es Mittag wurde, […]

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Είχε πάει πολύ αργά.

Es war spät geworden.

[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Η ώρα έχει πάει επτά και αποφασίζω να τα κλείσω και να πάω σπίτι.

Bald ist sieben Uhr, und ich beschließe, [mit meiner Arbeit] Schluss zu machen und nach Hause zu fahren.   [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Κοιτάζει το ρολόι. Έχει πάει οκτώμισι. Η ώρα περνάει.

Sie schaut auf die Uhr. Immerhin schon bald halb neun. Die Zeit läuft [sc.: der relevante Zeitpunkt naht].

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• πηγαίνει μεσημέρι

Mittag ist nahe / es ist gleich Mittag 

[Mandeson, S 1083]

• Πήγαν μεσάνυχτα – και τον περίμενεν ακόμη. Πήγεν η ώρα μιάμισυ· είχε αδειάσει το καφενείον ολοτελώς σχεδόν.

Gleich Mitternacht – und [er] wartete noch immer [auf ihn]. Es ging schon auf halb zwei. Leer, ganz gähnend leer das Kafeníon.

[GF+DF aus: Καβάφης: Um zu bleiben, S 78/81]


8. πάει (πάνε) ... που ... [unter Angabe eines Zeitraums]:

       a) [mit Verb in der Vergangenheitsform]: es ist … her, dass … :

• Πάει πάνω από μια δεκαετία που έφυγα από την Ελλάδα.

Es ist über ein Jahrzehnt her, dass ich aus Griechenland weggegangen bin.

• Πάει ένας χρόνος που έχω σταματήσει.

Es ist ein Jahr her, dass ich aufgehört habe [beim Fernsehen zu arbeiten].

• Δεν πάει πολύς καιρός που ο γιατρός ο Μπιλ ήταν άνθρωπος με σπίτι, με γυναίκα και με δύο παιδιά.

Es ist gar nicht so lange her, dass Doktor Bill jemand war, der Haus, Frau und zwei Kinder besaß. 

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] 


       b) [mit Verb im Präsens]: seit:

• Πάει ένας χρόνος που ’μαι καθαρή.

Seit einem Jahr nehme ich [weibl.] keine Drogen.* / Seit einem Jahr bin ich clean.

[DF (*) + GF (Untertitel) aus dem Film "Hannah und ihre Schwestern"]

• "Πάει καιρός που το φεγγάρι δεν περνάει απο δω" 

[Σαράντης Αλιβιζάτος: τραγούδι "Αννούλα του χιονιά" ]

---


       c) vgl. weiters:

Πάει καιρός που δεν κάθομαι μπροστά στη[ν] τηλεόραση, αλλάζοντας κανάλια για να βρω κάτι. °  

°  It's been ages since I sat in front of the TV, just changing channels to find something. °  

°  Es ist ewig her, dass ich vor dem Fernseher geses­sen habe und dauernd umge­schal­tet habe, um was zu finden. [Ton] 

[bzw.] Ich bin schon lange nicht mehr am Fernseher gesessen und habe hin und her geschaltet. [Untertitel]           

[Anm.: που δεν κάθομαι (= "{schon} seit langer Zeit sitze ich nicht {mehr} vor dem Fernseher …")]

[GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF aus dem Film "Hannah und ihre Schwestern"]


9. πάει [bzw.] πάνε [zum Ausdruck eines Verlusts bzw. Endes (s. auch Erläuterung und Beispiele in ΛΔΗ, σ. 287)]:

• "Πάει ... πάει ..."

"Dahin ... dahin ..."  //  "Dahin ... dahinge­gangen …" [Ausruf einer Frau, in Bezug­nahme auf ihren kürzlich verstorbenen Mann]

[GF + beide DF aus: Ζατέλη: Φως // Anm.: drei Punkte jeweils im Originaltext]

• Σκέφτομαι θα πεθάνει. Πάει. Φεύγει. Θα τον χάσω.

Ich denke [als ich in das Gesicht meines Vaters schaue]: Er wird sterben. Es ist vorbei. Er geht. Ich werde ihn verlieren.

[GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)]

• Πάει ο Νίκος.

Nikos lebt nicht mehr. [Antwort auf die Frage, wo Nikos sei]

[GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

• Πάει η γιαγιά μου. Έφυγε.

Meine Großmutter ist fort. Sie ist gegan­gen. [Worte am Tag ihres Begräbnisses]

[GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)]

• Πάει κι αυτός.

Das war sein Ende. [abschließende Äuße­rung eines Gerichts­medi­zi­ners, der zum Todesfall einer Einzel­person (Herzversa­gen) gerufen wurde – also kein Bezug zu anderen Toten bzw. Todesfällen; somit drücken die Worte "κι αυτός" kein "auch er" aus]   [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Πάει αυτή, τα ’παιξε, σκέφτηκε ο Σωτήρης.

Um die [= um diese Frau] ist es jetzt ge­schehen, die ist durchgedreht [sc.: verrückt geworden], dachte Sotiris.

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

•  Ένιωθα κομμένος στα δυο. Πάει και το σχέδιό μου να φύγουμε με καΐκι για τα νησιά.

Ich [männl.] fühlte mich wie in der Mitte durchge­schnitten. [als sich herausstellte, dass wir über keine Ersparnisse mehr ver­fügten] Mein Plan, dass wir mit einem Kaiki [aus Klein­asien] zu den [griechischen] In­seln flüchten, war dahin. 

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Αυτό ήταν, τώρα πρέπει να τον παντρευτώ και να τον ακολουθώ για πάντα, [...], πάνε όλες οι δυνατότητες, όλες οι ευκαιρίες, η ζωή θα κυλάει έτσι, χωρίς μεγάλες αλλαγές, [...].

Das war es: Jetzt muss ich ihn heiraten und ihm für immer nachfolgen, […], alle Mög­lich­keiten, alle Gelegenheiten sind aus und vorbei, so nimmt das Leben seinen Lauf [richtig: so wird das Leben seinen Lauf nehmen], ohne große Ver­änderun­gen, […].

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Το κομπόδεμα που ήξερες, πάει. Όλα τα μετρητά και τα φλουριά τα δώκαμε στο καπάρο.

Unsere Ersparnisse, von denen du weißt, sind verbraucht. Alle Ersparnisse [richtig: das ganze Bargeld] und Golddukaten ga­ben wir zur Anzahlung [für den Erwerb eines Grundstücks].  [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Τι να δω από μένα. Πάει. Γέρασα.

Was soll ich an mir schon sehen [wenn ich mich in den Spiegel schaue]. Es ist vorbei. Ich bin alt geworden.

[GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)]

• Πάει, άρχιζε η ζωή με [...].

Aus ist es [sc.: das war's / es gibt keine Mög­lichkeiten und Chancen mehr für mich], das Leben mit ….[einem ungelieb­ten Mann als Partner] hat begonnen.

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Πάει αυτό, το μάθαμε, καιρός να δούμε τίποτα καινούργιο.

Das war's, das kenn ich jetzt [sc. diese Arbeit], wird Zeit, was Neues anzufangen [sc. einen neuen Job zu be­gin­nen].

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Πάνε εκείνες οι εποχές, περάσανε, [...].

Diese Zeiten sind passé, […].

[bzw.]

Those days are gone, […].

[DF, EF + GF aus: Hornby: High Fidelity]

• Αλλά αυτό ήταν χθες το βράδυ, οπότε πάει, πέρασε.

Aber das war schon gestern abend [dass sie mich angerufen hat, um mit mir essen zu gehen], also passé.

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Πάει αυτό, τελείωσε!

Damit ist Schluss. / Das hat sich aufge­hört. / Das ist vorbei. [sc.: (mit) diese(r) Ge­wohn­heit]

• Παν οι χαμάλες. Οι παλιοί οι χαμάληδες βγήκαν στη σύνταξη. Ήρθαν φορτηγά.

Vor­bei ist's mit den Karren [mit denen bisher am Markt die Waren transportiert wurden]. Die alten Träger sind in Rente gegangen. Es kamen Lastwagen.

[GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)]

• Πάει το ταξίδι, φτάσαμε. Τ’ ωραίο νησάκι νάτο! [Beginn eines Gedichts von Κωστής Παλαμάς]

--- 

πάει το ταξίδι = vorbei ist die Reise

[GF+DF aus: Moser, S 156]

• Πάει το όνειρο να γίνει πυργοδέσποινα.

Aus der Traum [Carmens] von der Schloss­herrin! [da der Schlossbesitzer sich für eine andere Frau als Partnerin ent­schie­den hat]

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Αν πάω με την επανάσταση κι αποτύχει, πάνε όλοι οι κόποι μου, χάθηκα [,] κατα­στράφηκα.

Bin ich für die Revolution, und sie miss­lingt, waren all meine Mühen vergeblich, und ich bin zerstört.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• Και ξαφνικά η Ντόροθυ χάθηκε. [...] Κι όταν τον ρωτούσανε τι έγινε η Ντόροθυ [...] τούς έλεγε πως "πάει, χάθηκε" κι έπινε στην υγειά της.

Und plötzlich war [seine Freundin] Dorothy verschwunden. […] Und wenn man ihn fragte, was aus Dorothy […] geworden sei, antwortete er: "Auf und davon" und trank auf ihr Wohl.

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Κάποιος που έχασε μια δίκη και πρέπει να πληρώσει ένα μεγάλο πρόστιμο ανα­φωνεί: "Πο, πο, πο!! Πάω χαμένος!" (ή "πάει, χάθηκα!")   [ΛΔΗ, σ. 419] 

[Anm. 1: "πάει, χάθηκα!" – nicht "πάω, χάθηκα!"]

[Anm. 2: Der Satz dient im ΛΔΗ als Bei­spiel für die Verwendung des Ausdrucks "πάω χαμένος", dessen metaphorische Bedeu­tung so erläutert wird: παθαίνω μεγάλη ζημιά, τιμωρούμαι αυστηρά.]

---


πάει(,) τρελάθηκα: s. unter τρελαίνω  


10.1. μου πάει (Ι):

• Είναι η μόνη γυναίκα που σου πάει.

Sie ist die einzige Frau, die zu dir passt.

[GF+DF aus: Βαμμ.]

• Δεν της πάω και πολύ βέβαια, σύμφωνοι. [...] Εσύ – ναι, της πας.

Ich passe zugege­be­nermaßen nicht be­son­ders gut zu ihr [sc.: zu Martha]. […] Du ja, du passt zu ihr.   [GF+DF aus: Βαμμ.]

• Σου πάει αυτό το χρώμα.  °  σου ταιριάζει    [Εμμ.]

---

• εδώ πάνω ο αέρας τού πήγαινε

ihm bekam die Luft dort oben [wörtl.: hier oben (sc. am Berg)] gut 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


10.2. μου πάει (ΙΙ):

• Εκείνος όμως διαβάζει το βλέμμα μου και ενοχλείται, γιατί δεν του πάει να τον λυπούνται. Το ρίχνει στο αστείο.

Er [aber] liest in meinem [mitleidsvollen] Blick und ist davon unan­ge­nehm berührt, denn es passt ihm ganz und gar nicht, wenn man ihn bedauert. Er gibt dem Gespräch eine scherzhafte Wendung.

[GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Έπειτα δε μου πάει ν’ αφήσω τον αδερφό μου. Θέλω να ’μαι μαζί [= μαζί του], θέλω να ’μαι [ε]δώ, [...].

Schließlich [iS von: weiters, außer­dem] bringe ich es auch nicht fertig*, meinen Bruder zu verlassen [mit dem ich hier Mili­tär­dienst versehe]. Ich möchte mit ihm zu­sammen sein, ich möchte hier sein, […]. [und will mich auch aus diesem Grund nicht an einen anderen Dienstort versetzen lassen]  [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

*[Anm.: Übersetzungs­alter­na­ti­ve eventu­ell:

Schließlich (= Außerdem) mag ich es nicht / sagt es mir nicht zu / ist es mir nicht recht, …]


11. σε (τον / την / …) πάω

[bzw.]

πάω κάποιον (-α)  °  μου αρέσει κάποιος (-α)    [ΑΓΝ, σ. 32] 

π.χ.:

• Εξάλλου, υπήρχαν ένα σωρό κορίτσια που πήγαιναν τον Κρις.  °  Außerdem gab es viele Mädchen, die auf Chris standen.

       [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes:

Κι έπειτα υπήρχαν πολλά κορίτσια που τους άρεσε ο Κρις.]

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Είσαι και εντάξει άτομο, σε πάμε!   [ΑΓΝ, σ. 32]

• "Μην ανησυχείς, δε σε παρεξηγώ / εγώ τα λάθη σου τα πάω."   [Ν. Καρβέλας: τραγούδι "Το ωραιότερο πλάσμα"]


12. πάω με (κάποιον):

• Με Ελληνίδα θα πήγαινες; – Αν παρα­δε­χόταν τη θρησκεία μου ... γιατί όχι ...

Wür­dest du mit einer Griechin gehen [iS von: dich auf eine Beziehung mit ihr ein­lassen]? [Frage eines Griechen an einen Türken] – [Antwort:] Wenn sie meine reli­giöse Über­zeugung [sc. den Islam] akzep­tieren würde …, warum nicht?

[GF + DF (Übersetzung aus dem Griechi­schen) aus: Kalimerhaba / Anm.: drei Punk­te jeweils im Original]

• Ο πατέρας πέθανε, η Χρυσούλα πεινού­σε, η μάνα πεινούσε, η Χρυσούλα πήγαινε με γέρους, μ’ αλκοολι­κούς, αλήτες.

Der Vater starb, Chrissula litt Hunger, die Mutter litt Hunger, Chrissula ging mit Greisen, mit Alkoholikern, mit Pennern.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• ο φόβος των κοριτσιών που πήγαιναν με παντρε­μένους

[die] Angst der Mädchen, die mit verheira­teten Männern liiert waren [vor Racheakten der betrogenen Ehefrauen]

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Μου φαίνεται απίστευτο ότι σ’ άφησα για να πάω μαζί του.

I can't believe I left you for him.

[bzw.]

Ich kann [rückblickend] gar nicht glauben, dass ich dich [seinerzeit] seinetwegen ver­lassen habe [GF wörtl.: verlassen habe, um mit ihm zu ge­hen (= mit ihm eine Be­zie­hung zu füh­ren)].

[GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]

• Τι θα κάνετε τότε; Θα πάτε με άλλον;

Was würden Sie da machen [sc.: wenn Sie (weibl.) mit Ihrem Partner nicht auf Ihre Rechnung kommen]? Fremdgehen?

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Γιατί να πάει με άλλη, ένας άντρας που έχει εσάς;

Warum sollte ein Mann, der Sie [zur Part­nerin] hat, fremdgehen?

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• [M:] Θεέ μου. Ξενο-φιλήθηκες απόψε; –  [F:] [kein griechischer Untertitel] – [M:] Ναι, έχω δίκιο. Πήγες με άλλον.

[M:] Good God. Have you been kissed tonight? – [F:] No. – [M:] Oh, yes, you have. You've been with someone!

[bzw.]

° [M:] Großer Gott. Bist du heute Abend geküsst worden? – [F:] Nein. – [M:] Doch, du bist geküsst worden. Du warst mit je­mandem zusammen!

[Dialog zwischen einem Mann (M) und seiner Frau (F), als er ihr Gesicht bzw. die Lippen aus der Nähe betrachtet (und fest­stellt, dass sie errötet).]

[GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF (Ton) aus dem Film "Hannah und ihre Schwestern"]

• Ο νους μου πηγαίνει στο κακό, ότι πηγαίνει με άλλη ...

I just leap to the worst con­clusion, that he's seeing someone else or …  

[bzw.]

Automatisch ziehe ich die schlimm­sten Schlussfolge­rungen. ([Zwischenfrage der Gesprächspartnerin:] Zum Beispiel?) Na dass er sich mit irgendjemandem anders trifft, oder so was. [Ton] 

[bzw.] 

Ich nehme gleich das Schlimmste an, dass er eine andere hat … [Untertitel]

[Äußerung einer Frau (gegenüber ihrer Schwester), deren Mann in letzter Zeit distanziert und launisch ist, aber beteuert, dass alles in Ordnung sei.]

[GF (Untertitel), EF (Untertitel) + DF aus dem Film "Hannah und ihre Schwestern" // Anm.: drei Punkte jeweils im Orginal der Untertitel]


13.1. πώς πας; [bzw.] πώς τα πας; [bzw.] πώς πάει; [als Frage nach dem Befinden]: 

• Πώς πας, Πεμπλς;


[bzw. ebenso]:

- How's everything, Pebbles?* [bzw.]

Wie geht’s dir, Pebbles? [Unter­titel] [bzw.] Na, wie geht's dir denn so, Pebbles? [Ton]

• Πώς πάει, Πεμπλς;

- How's everything, Pebbles?* [bzw.]

Wie geht’s dir, Pebbles? [Untertitel]

*[Anm.: how's everything = wie steht's?  {Pons}]

[GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF jeweils aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]

• πώς πάει;

wie geht's?  [Pons online]

• Αγωνίζονταν για το αποκλειστικό του ενδιαφέρον, ή έστω για ένα "πώς τα πας;" η καθεμιά με τον τρόπο της.

Jede [der jungen Frauen (die um den Mann herum saßen)] mühte sich auf ihre Art [zB. durch Blicke, Zuflüstern, leichte Berührun­gen] um seine aus­schließliche Aufmerksam­keit, und sei es auch nur ein "Wie geht's dir?".   [GF+DF aus: Όσες φορές]

• Πώς τα πας με τις μελέτες σου;

Wie geht's dir mit deinen Studien? / Wie läuft es (für dich) mit deinen Studien? [ge­meint zB.: mit der Arbeit an deiner Disser­tation]


13.2. πώς πάω; // τα πας ... [als Äußerung zu Leistungseigenschaften]:

• Πώς πάμε; – Περίφημα!  °  How's this? – Splendid.  °  Wie ist das? [iS von: Wie machen wir uns? / Wie sind wir? / Wie machen wir das?] [Frage zweier Personen, die gerade eine Gymnastikübung absolvieren, an ihren Fitnesstrainer]  [Antwort:] Hervor­ragend!   [GF, DF (jeweils Untertitel) + EF (Ton und Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]

• Τα πάτε περίφημα. Λίγο πιο γρήγορα τώρα.  °  You're doing fine. A little faster, now.  °  Das macht ihr gut. Jetzt etwas schneller. [Lob und Aufforderung des Fitnesstrainers betreffend zwei Personen, die unter seiner Anleitung gerade eine Gymnastikübung absolvieren]   [GF, DF (jeweils Untertitel) + EF (Ton und Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]


13.3. τα πάω καλά (άσχημα [etc.]) (με):

• Τα πάτε καλά;  °  Läuft es gut zwischen euch [sc. zwischen dir und deinem neuen Partner]?

[bzw.]

• Τα πάτε τόσο άσχημα;  °  Läuft es so schlecht zwischen euch [sc. zwischen dir und deinem neuen Partner]? [dass du nicht darüber reden möchtest]

• Με το μαγαζί καλά τα πάμε μέχρι στιγμής.  °  Mit dem Laden läuft es bisher gut für uns. / Mit unserem Laden läuft es bisher gut.

• [Anm.: s. auch weitere BSe für "τα πάω καλά" unter καλά (Z 13.1)]


14. πού το πας;  °  ποιες είναι

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΠΑΣΟ, το...πάσο, το 1. πάω πάσο ° παραιτούμαι, υποχωρώ [ΛΠΑ] // υποχωρώ, δεν επιμένω, δεν συμμετέχω,...
  • ΠΑΣΟΚΟΣ, ο // ΠΑΣΟΚΤΖΗΣ, ο...Πασόκος, ο // Πασοκτζής, ο (Pl.: οι Πασόκοι [bzw.] οι Πασοκτζήδες // Gen.: των Πασόκων [bzw.] των Πασοκτζήδων) [Anm.:...
  • ΠΑΣΤΕΛΙ, το...παστέλι, το • τη γεύση από παστέλι που πουλάν στους σταθμούς ° den Geschmack von Pastelli, jener Süßigkeit aus Sesam und Honig,...
  • ΠΑΣΤΟΥΡΜΑΣ, ο...παστουρμάς, ο • Χρόνια αγόραζα παστουρμά από τον πλανόδιο πωλητή που έστηνε το τεζιάκι του δίπλα σ’ αυτόν τον τοίχο του [...] νεκροταφείου....
  • ΠΑΤΑΡΙ, το...πατάρι, το 1) der Dachboden [DF+GF aus: Bachmann: Malina // Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] [bzw.:] der Dachspeicher [DF+GF aus:...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΑΚΙ, το...πατριωτάκι, το s. unter πατριώτης, ο ...
  • ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ, ο...πατριώτης, ο 1) der Patriot 2.1) der Landsmann: • "Dollars; Dollars;", με ρώτησε [...]. Δολλάρια ήθελε ν’ αγοράσει. [...] "Άει παράτα μας",...
  • ΠΑΤΩ...πατώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) (κάτι): (auf etwas) treten (steigen) / (auf etwas) "draufsteigen": • Η Άννα ενώ χόρευε, πάτησε ένα καρφί....
  • ΠΑΤΩΜΑ, το...πάτωμα, το 1) das Stockwerk 2) der Boden [zB. der Bretterboden eines Zimmers] ...
  • ΠΑΥΩ...παύω • ο Θωμάς έπαψε να τινάζεται περίτρομος όπως άλλοτε στο άκουσμα του ονόματός του wenn Thomas seinen Namen hörte,...
Nachher:
  • ΠΕΘΑΙΝΩ...πεθαίνω 1) [wörtliche Bedeutung]: • ο Ρασκόλνικοφ πέθανε ξαφνικά απ’ την καρδιά του ° Raskolnikov starb ganz plötzlich an Herzversagen [GF+DF aus: Σκούρτης:...
  • ΠΕΘΥΜΩ...πεθυμώ (-άς) σε (τον, ...) πεθύμησα: [Anm.: vgl. auch die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΠΕΙΘΩ...πείθω • Η Ζυλιέτ πείστηκε ότι η Ιβάνα είχε επιστρέψει στον κόσμο ως σκύλα [...]. […] Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη επειγόντως....
  • ΠΕΙΝΩ...πεινώ (-άς) • Φάε ένα μήλο, δεν πείνασες; Iss einen Apfel, hast du noch keinen Hun­ger? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [...], έχουμε κι αλμυρές σαρδέλλες, και τυρί,...
  • ΠΕΙΡΑΖΩ...πειράζω δε θα πείραζε (να ...) ° es könnte nichts schaden (… zu …) [iS von: es wäre sinnvoll, wünschenswert] ...
  • ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ, το...πειρατικό, το = a) καράβι πειρατή // b) αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης που χρησι­μο­ποιείται παράνομα σαν ταξί [ΛΓΙΟ] – π.χ.:...
  • ΠΕΙΣΤΩ (θα, να, ...)...πειστώ (θα, να, ...) s. πείθω ...
  • ΠΕΛΩΡΙΟΣ, -α, -ο...πελώριος, -α, -ο Zu den Verwendungsunterschieden (bzw. -gemeinsamkeiten) der Begriffe πελώριος und τεράστιος: s. unter τεράστιος, -α,...
  • ΠΕΝΙΑ, η...πενιά, η = Saitenschlag - Lied [Eideneider, Bd. 3, S. 158] ...