ώρα, η
Übersicht:
1. Grundbedeutungen 2.1. η ώρα πάει ... 2.2. η ώρα πήγε ... [bzw.] πήγε ... η ώρα 3. την ώρα που 4. αυτή την ώρα 5. για την ώρα 6. για ώρα 7. από ώρα 8. έχει ώρα 9. καμιά ώρα 10. ώρα με την ώρα 11. στην ώρα μου (σου, του, ...) 12. πάνω στην ώρα |
13. Καλή του ώρα! 14. Ώρα καλή! 15. βρήκα την ώρα 16. έρχεται η ώρα να ... 17. πέρασε η ώρα [bzw.] η ώρα πέρασε 18. ώρες-ώρες 19. της ώρας [in Zusammenhang mit Speisen] 20. δεν είναι της ώρας 21. της κακιάς ώρας 22. (δε) με παίρνει η ώρα: s. unter παίρνω (Z 8) 23. μια(ν) ώρα αρχύτερα: s. unter αρχύτερα |
1. Grundbedeutungen:
a) die Stunde
b) die Zeit
c) [drei, sieben, …] Uhr
2.1. η ώρα πάει ... ° πλησιάζει να είναι ... η ώρα [ΛΔΗ, σ. 447]
π.χ.:
• Η ώρα πάει έντεκα και αυτός ακόμη δεν έχει έρθει (ενώ είχε πει πως θα ερχόταν στις δέκα). [ΛΔΗ]
2.2. η ώρα πήγε ... [bzw.] πήγε ... η ώρα ° είναι ... η ώρα [ΛΔΗ, σ. 447] *
π.χ.:
• Πήγε έντεκα η ώρα κι αυτός ακόμα δεν φάνηκε. [ΛΔΗ]
πηγαίνω ° φτάνω: (για χρόνο) [zB.:] πήγε πέντε η ώρα // ως εκεί πήγε το μυαλό του
πήγε πέντε η ώρα ° έφτασε ... [Εμμ., σ. 379]
weitere BSe s. unter πάω (Z 7: "πάει / πηγαίνει [in Zusammenhang mit Zeitbestimmungen]")
[vgl. weiters:]
• Τι ώρα πήγε; ° Wie spät haben wir es? [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] // What's the time? [GF (Ton und Untertitel) + EF (Untertitel) aus dem Film "Διακοπές στο Βιετνάμ"]
3. την ώρα που ° als / in dem Moment als:
• Την ώρα που βγήκα απ’ το σπίτι μου [,] άρχισε να βρέχει. ° Als ich (In dem Moment, als ich) aus meinem Haus ging, begann es zu regnen.
• Την ώρα που άνοιγα την πόρτα να φύγω, χτύπησε και το τηλέφωνο. Το σήκωσε η Μαρία. ° Als ich (In dem Moment, als ich) die Tür aufmachte um wegzugehen, läutete (auch) das Telefon. Maria hob ab.
4. αυτή την ώρα ° derzeit / gerade:
• δυο νέες οπερέττες, που παίζονται αυτήν την ώρα στην Βιέννη ° zwei neue Operetten, die derzeit (die gerade) in Wien gespielt werden
5. για την ώρα:
a) [eher iS von: προσωρινά]: einstweilen / zunächst / vorläufig / vorerst / bis auf Weiteres [Betonung des Gegensatzes Gegenwart – Zukunft]:
• αλλά για την ώρα θα σας πω μονάχα πως [...] ° aber einstweilen erzähl ich euch nur, dass [...] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
• για την ώρα όμως ° zunächst aber [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• αυτή η επιταγή για την ώρα τής ήταν αρκετή ° dieser [für sie ausgestellte] Scheck war ihr vorläufig (einstweilen)* genug [mehr Geld benötigte sie derzeit nicht] [Eigenübersetzung]
*[oder auch deutbar iS von lit. b: derzeit / im Moment]
b) [eher iS von: αυτή την ώρα]: derzeit / zur Zeit / im Augenblick [sc. eher Betonung der gegenwärtigen Existenz eines Zustandes (ohne unmittelbaren Blick auf eine künftig allenfalls geänderte Lage)]:
• Όλα είναι δυστυχώς πιασμένα για την ώρα. Λυπούμαι πάρα πολύ. ° Leider ist [in unserem Hotel] derzeit alles belegt [= kein Zimmer frei]. Ich bedaure außerordentlich.
• επίδοξος κυνηγός κι ο ίδιος (εργάτης για την ώρα στο καπνομάγαζο) ° ein potentieller Jäger auch er (zur Zeit Arbeiter in der Tabakwerkstatt) [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• ευχάριστα της ήταν για την ώρα τα λόγια αυτού του Χάρη ° im Augenblick waren ihr die Worte dieses Charis angenehm [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
6. για ώρα ° eine (ganze) Weile / eine Zeitlang:
• Για ώρα ένιωθα κάτι να θροΐζει κοντά στο πρόσωπό μου. ° Eine ganze Weile spürte ich, wie neben meinem Gesicht etwas flatterte. [GF+DF aus: Όσες φορές]
• Άκουγα για ώρα τα ναζιάρικα γερμανικά τους, [...] ° Eine Weile hörte ich [im Park sitzend] ihr geziertes Deutsch, [...] [GF+DF aus: Όσες φορές]
• Έπαιξα μαζί του για ώρα, [...] ° Ich spielte eine Zeitlang mit ihm [= dem Kätzchen / το γατί], […] [GF+DF aus: Όσες φορές]
7. από ώρα ° schon lange / schon vor einer Weile:
• [...] πως ο ήλιος είχε βγει από ώρα. ° [...], dass die Sonne schon lange aufgegangen war. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]
• Είχε θάψει από ώρα και την τρίτη καύτρα της – δεν ήθελε τέταρτη, της έφταναν τρεις γι’ απόψε. ° Sie hatte schon vor einer Weile ihre dritte Kippe [= den Stummel der dritten gerauchten Zigarette] vergraben – sie wollte keine vierte Zigarette rauchen, drei waren für den Abend wohl genug. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
8. έχει ώρα [zB. als Antwort auf die Frage, ob jemand schon wach ist] ° seit längerer Zeit / seit mehreren Stunden / schon lange [Quelle: Dimitris im griech. Übersetzungsforum von pauker.at]
9. καμιά ώρα:
• Σκεφτόταν [η Φεβρωνία] πως θα γυρνούσε καμμιά ώρα ο Ησύχιος, δεν θα την έβλεπε, θα νόμιζε πως [...] ° Fewronía stellte sich vor, Hesychios [= ihr Mann, der seit zwei Wochen abwesend war, weil er nach seiner Schwester suchte] würde eines Tages wiederkommen, sie nicht im Haus [vor]finden und denken, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
10. ώρα με την ώρα ° von Stunde zu Stunde:
• ώσπου η φήμη άρχισε ώρα με την ώρα να φουντώνει ° so [weil es einer dem anderen weitererzählte] schwoll das Gerücht von Stunde zu Stunde an [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
[Anm.: vgl. auch die analoge Wendung "μέρα με τη(ν) (η)μέρα" (s. unter μέρα, η {Z 1, lit. a})]
11. στην ώρα μου (σου, του, ...) ° pünktlich [etc.]:
• Η Μαρία είναι ήδη εκεί, στην ώρα της όπως πάντα. ° Maria ist schon da [als Eleni ins Büro kommt], pünktlich wie immer.
• Το ξυπνητήρι χτυπά στην ώρα του. ° Der Wecker läutet pünktlich. [sc. zur eingestellten Zeit]
• Και πρέπει να σας πω ότι νιώθω αμφιθυμία απέναντι στην κριτική. Ποτέ δεν γίνεται στην ώρα της και ποτέ δεν βλέπει μπροστά. ° Und ich muss [Ihnen] sagen, ich habe auch der [Literatur-]Kritik gegenüber gespaltene Gefühle. Sie wird nie zum rechten Zeitpunkt ausgeübt und blickt nicht [Anm.: richtig: nie] nach vorne. [GF+DF aus: Όσες φορές]
12. πάνω στην ώρα:
• Γεια σου, Ρότζερ. Ήρθες πάνω στην ώρα για προπόνηση. ° Hallo Roger. Du kommst [wörtl.: kamst] gerade recht (gerade zur rechten Zeit / gerade richtig) zum Trainieren [= um mit mir gemeinsam (für das morgige Baseball-Spiel) zu trainieren].
13. Καλή του ώρα! : για πρόσωπο που απουσιάζει, όταν αναφέρουμε το όνομά του [Εμμ.]
π.χ.:
• Καλή της ώρα, έλεγε ο μπαρμπα-Τζωρτζ [...] ° Alles Gute wünsch ich ihr [= meiner verschwundenen Bekannten], sagte der alte George […] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
• Θα ’ναι απ’ τα παιδιά, ώραν τους καλή! ° Wird von den Jungs [= von deinen zwei Söhnen an der Front] sein [sc. der Brief, den ich (Briefträger) dir gerade aushändige], Gott schütze sie! [Anm.: "ώραν τους καλή" – hier also umgekehrte Wortstellung] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
• Καλή σου ώρα Θανασάκη, είπε η Νίκη. ° Gott sei mit dir, Thanassakis, sagte Niki. [Äußerung Nikis, als sie in der Runde über (den nicht anwesenden) Θανάσης (Thanassis) spricht] [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
• Όταν αποχωριζόμασταν, μας κούνησε το χέρι γελώντας: "Ώρα καλή!" ° Als wir uns trennten [wir und ein (griechischer) Gendarm, dem wir zufällig auf unserem Weg begegnet waren und mit dem wir eine Zigarette geraucht hatten], winkte er lächelnd: "Ora kali! (Gute Reise!)" [und wir ritten weiter] [GF + DF aus: Kalimerhaba (jeweils Übersetzung aus dem Türkischen)]
15. βρήκα την ώρα:
• Χμ … ήταν κι ο πατέρας της που βρήκε την ώρα να της πει: "[…]" ° Hm … und da war auch noch ihr Vater, dem es gerade jetzt [sc. in einem unpassenden Moment] einfiel, zu ihr zu sagen: "[…]" [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• Όταν ήρθε η ώρα να φύγει [...] ° Als es für sie [= meine Tante, die uns besucht hatte] Zeit war zu gehen, [...] [GF+DF aus: Όσες φορές]
17. πέρασε η ώρα [bzw.] η ώρα πέρασε ° είναι αργά [ΛΔΗ, σ. 448]
π.χ.:
• Έλα πάμε τώρα. Πέρασε η ώρα. [ΛΔΗ, σ. 448]
• Κοίταξα το ρολόι. "Πέρασε η ώρα. Ας αρχίσουμε." ° Ich sah auf die Uhr. "Es ist schon spät. Lass uns anfangen [mit dem Verfassen der E-Mail]."
[Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung derselben deutschen Passage:
[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]
• Έλα, πάμε σπίτι. Πέρασε η ώρα. ° Komm, […], geh' ma nach Hause. Es is' schon so spät. [Aufforderung an einen Hund] [DF + GF (Untertitel) aus dem Film "Sissi"]
18. ώρες-ώρες:
• Από μακριά έρχεται ως εδώ ώρες-ώρες ο θόρυβος του πολέμου. ° Aus der Ferne dringt zeitweise der Kriegslärm bis hierher. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
• Φοβόμουν ώρες-ώρες [...] ° Zeitweise befürchtete ich, […] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
• Ώρες-ώρες κάθουμαι [= κάθομαι] και αναρωτιέμαι: [...] ° Manchmal frage ich mich: […] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
19. της ώρας [in Zusammenhang mit Speisen]:
a) [ΛΜΠ]:
α) πολύ φρέσκος – π.χ.: ψάρια της ώρας // β) (κυρ. για κρεατικά) αυτός που ψήνεται, μαγειρεύεται λίγο προτού καταναλωθεί, σερβιριστεί (κατ’ αντιδιαστολή προς τα έτοιμα μαγειρεμένα φαγητά) – π.χ.: θα πάρετε κάτι μαγειρευτό ή προτιμάτε κάτι της ώρας;
[bzw.]
b) [ΛΚΝ]:
α) για φρέσκα τρόφιμα – π.χ.: Tα μπαρμπούνια είναι της ώρας και όχι κατεψυγμένα. // β) για κρέας που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί – π.χ.: H ταβέρνα έχει φαγητά της ώρας και μαγειρευτά.
[bzw.]
c) vom Grill, Gebratenes [lt. abgebildeter Speisekarte z.B. σουβλάκι, μπιφτέκι, μπριζόλα] [Langenscheidt-Lehrbuch "Καλημέρα", Griechisch für Anfänger]
[bzw.]
d) à la carte [Wendt + Pons]
20. δεν είναι της ώρας:
• Ανάμεσα στ’ άλλα, που δεν είναι της ώρας, έγιναν ο φόβος κι ο τρόμος για τις κότες. ° Neben allem anderen, das anzuführen nicht die Zeit ist, verbreiteten sie [sc. die Soldaten, die in das Dorf einmarschiert waren] Angst und Schrecken unter den Hühnern. // Neben allem anderen, dessen Aufzählung Seiten füllen würde, wurden sie zur Furcht und zum Schrecken für die Hühner. [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
21. της κακιάς ώρας: για να δηλώσουμε την πολύ χαμηλή ποιότητα [ΛΚΝ] – π.χ.:
• έβγαλε από την μπαλάσκα μια πρέζα καπνό της κακής ώρας, τον έτριψε καλά-καλά […] ° er nahm etwas von seinem scheußlichen Tabak aus der Patronentasche, rieb ihn sorgfältig …[auf der Handfläche und drehte sich dann daraus eine Zigarette] [Anm.: hier: της κακής ώρας] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
Weitere Wörter:
- ΨΥΛΛΙΑΖΟΜΑΙ...ψυλλιάζομαι • Ο φοιτητής ψυλλιάστηκε. ° Der Student witterte die Falle. [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] • Εγώ όμως ψυλλιάζομαι τι θέλει να μου πει [......
- ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ψυχαναγκαστικός, -ή, -ό • [...] προσπαθώντας, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, να πιάσει το βλέμμα του. ° [...] und [das Mädchen] versuchte fast zwanghaft,...
- ΨΥΧΗ, η...ψυχή, η Übersicht: 1.1. Grundbedeutung [bzw.] 1.2. [alternative Übersetzungen zu "Seele"] 2.1. με την ψυχή στα δόντια [bzw.] 2.2 με την ψυχή στο στόμα 3....
- ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, η...ψυχολογία, η 1) die Psychologie 2) die psychische Verfassung [etc.]: • "Θέμα ψυχολογίας", όπως θα έλεγε ο πατέρας μου. ° "Eine Frage der Nerven",...
- ΨΥΧΟΥΛΑ, η...ψυχούλα, η [Anm.: η ψυχούλα ist zu unterscheiden von: το ψίχουλο (Pl.: τα ψίχουλα)!] • η ψυχούλα σου ° dein armes Herz [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, η...ψυχραιμία, η • "Ψυχραιμία", είπε στον εαυτό του. ° "Ruhig Blut", sagte er sich. [als er seine Geldbörse nicht finden konnte] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΨΥΧΡΑΙΜΟΣ, -η, -ο...ψύχραιμος, -η, -ο • Ψύχραιμος μέσα σ’ όλα ο Χριστόφορος […] ° Christophoros, mitten in all dem [sc....
- ΨΩΜΙ, το...ψωμί, το 1. κάτι έχει ψωμί: • Η δουλειά αυτή έχει ψωμί. ° ~Von dieser Tätigkeit kann man leben. / ~Mit dieser Tätigkeit kann man Geld verdienen. [GF: Β....
- ΨΩΝΙΟ, το...ψώνιο, το • Θεέ μου, άλλο ένα ψώνιο που κάνει ό,τι μπορεί για να μοιάζει με συγγραφέα, σκέφτηκα. ° O Gott, noch so eine verdrehte Person, die tut, was sie kann,...
- ΨΩΡΟ+ [als Vorsilbe]...ψωρο+ [als Vorsilbe] = jämmerlicher (-e, -es) … / lausiger (-e, -es) ... : • δεκατρία ψωροχιλιόμετρα,...
- ΩΡΑΙΟΣ, -α, -ο...ωραίος, -α, -ο 1. BSe zur Verwendung in übertragener Bedeutung: a) zur Beschreibung des Wesens bzw. Charakters von Personen: • Είσαι ωραίος, Λούη, πολύ ωραίος!...
- ΩΣ (Ι) [Adverb]...ως (Ι) [Adverb bzw. Partikel] [Anm.: ως (Adverb bzw. Partikel) ist zu unterscheiden von ως (= ώς) (Präposition)!] 1) καθώς, όπως [ΛΜΠ] // wie π.χ.: • ως συνήθως,...
- ΩΣ (ΙΙ) (= ώς) [Präposition]...ως (ΙΙ) (= ώς *) [Präposition] *) Zum Betonungszeichen s. ΛΜΠ, σ. 706: Το "ώς" στη χρήση αυτή έχει προέλθει από το "έως" και γράφεται με τόνο,...
- ΩΣΤΕ...ώστε 1. ώστε να: Beispiel für eine falsche Verwendung: Δολοφόνησε τον άντρα της, ώστε να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του. Richtig wäre lt. Παπαζαφείρη 2,...
- ΩΣΤΟΣΟ...ωστόσο 1) dennoch / doch [iS von: dennoch]: • Η Μαρία το γνώριζε αυτό κι ωστόσο τον παντρεύτηκε. ° Maria hat das gewusst [sc.:...