ως (Ι) [Adverb bzw. Partikel]

    [Anm.: ως (Adverb bzw. Partikel) ist zu unterscheiden von ως (= ώς) (Präposition)!]


1) καθώς, όπως  [ΛΜΠ]  //  wie

π.χ.:

• ως συνήθως, παραπονιέται  [ΛΜΠ]

• στη Βουλή παλαιότερα υπήρχαν, ως γνωστόν, μόνο άντρες  °  im [griechischen] Parla­ment gab es früher bekanntlich [wörtl.: wie bekannt] nur Männer [als Abgeordnete]


2) δηλώνει ιδιότητα τού υποκειμένου ή του αντικειμένου  [ΛΜΠ]  //  [in der Eigenschaft] als

π.χ.:

• κατέθεσε στον ανακριτή ως αυτόπτης μάρτυς  [ΛΜΠ]

• τον προσέλαβαν ως προϊστάμενο πωλήσεων  [ΛΜΠ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΨΥΧΗ, η...ψυχή, η Übersicht: 1.1. Grundbedeutung [bzw.] 1.2. [alternative Übersetzungen zu "Seele"] 2.1. με την ψυχή στα δόντια [bzw.] 2.2 με την ψυχή στο στόμα 3....
  • ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, η...ψυχολογία, η 1) die Psychologie 2) die psychische Verfassung [etc.]: • "Θέμα ψυχολογίας", όπως θα έλεγε ο πατέρας μου. ° "Eine Frage der Nerven",...
  • ΨΥΧΟΥΛΑ, η...ψυχούλα, η [Anm.: η ψυχούλα ist zu unterscheiden von: το ψίχουλο (Pl.: τα ψίχουλα)!] • η ψυχούλα σου ° dein armes Herz [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, η...ψυχραιμία, η • "Ψυχραιμία", είπε στον εαυτό του. ° "Ruhig Blut", sagte er sich. [als er seine Geld­börse nicht finden konnte] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΨΥΧΡΑΙΜΟΣ, -η, -ο...ψύχραιμος, -η, -ο • Ψύχραιμος μέσα σ’ όλα ο Χριστόφορος […] ° Christophoros, mitten in all dem [sc....
  • ΨΩΜΙ, το...ψωμί, το 1. κάτι έχει ψωμί: • Η δουλειά αυτή έχει ψωμί. ° ~Von dieser Tätigkeit kann man leben. / ~Mit dieser Tätigkeit kann man Geld verdienen. [GF: Β....
  • ΨΩΝΙΟ, το...ψώνιο, το • Θεέ μου, άλλο ένα ψώνιο που κάνει ό,τι μπορεί για να μοιάζει με συγγραφέα, σκέφτηκα. ° O Gott, noch so eine verdrehte Person, die tut, was sie kann,...
  • ΨΩΡΟ+ [als Vorsilbe]...ψωρο+ [als Vorsilbe] = jämmerlicher (-e, -es) … / lausiger (-e, -es) ... : • δεκατρία ψωροχιλιόμετρα,...
  • ΩΡΑ, η...ώρα, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2.1. η ώρα πάει ... 2.2. η ώρα πήγε ... [bzw.] πήγε ... η ώρα 3. την ώρα που 4. αυτή την ώρα 5. για την ώρα 6. για ώρα 7....
  • ΩΡΑΙΟΣ, -α, -ο...ωραίος, -α, -ο 1. BSe zur Verwendung in übertragener Bedeutung: a) zur Beschreibung des Wesens bzw. Charakters von Personen: • Είσαι ωραίος, Λούη, πολύ ωραίος!...
Nachher:
  • ΩΣ (ΙΙ) (= ώς) [Präposition]...ως (ΙΙ) (= ώς *) [Präposition] *) Zum Betonungszeichen s. ΛΜΠ, σ. 706: Το "ώς" στη χρήση αυτή έχει προέλθει από το "έως" και γράφεται με τόνο,...
  • ΩΣΤΕ...ώστε 1. ώστε να: Beispiel für eine falsche Verwendung: Δολοφόνησε τον άντρα της, ώστε να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του. Richtig wäre lt. Παπαζαφείρη 2,...
  • ΩΣΤΟΣΟ...ωστόσο 1) dennoch / doch [iS von: dennoch]: • Η Μαρία το γνώριζε αυτό κι ωστόσο τον παντρεύτηκε. ° Maria hat das gewusst [sc.:...