ωστόσο


1) dennoch / doch [iS von: dennoch]:

• Η Μαρία το γνώριζε αυτό κι ωστόσο τον παντρεύτηκε.  °  Maria hat das gewusst [sc.: dass er nicht treu sein konnte] und ihn dennoch geheiratet.


2) doch [nicht zwangsläufig im Sinne eines "dennoch", son­dern auch im Sinne eines bloßen "jedoch / aber / allerdings"] / jedoch* / allerdings** / aber*** :

*[DF+GF aus einer Studie der EU]

**[DF+GF aus einem EuGH-Urteil]

***[DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Τα σημεία επαναφοράς δημιουργούνται αυτόματα από το σύστημα, μπορούν ωστόσο να τεθούν και χειροκίνητα.  °  Die Wiederherstellungspunkte [im Rahmen der System­wiederherstellungsfunktion von Win­dows] werden automatisch vom System erstellt, können jedoch (können aber) auch manuell ge­setzt wer­den.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, η...ψυχραιμία, η • "Ψυχραιμία", είπε στον εαυτό του. ° "Ruhig Blut", sagte er sich. [als er seine Geld­börse nicht finden konnte] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΨΥΧΡΑΙΜΟΣ, -η, -ο...ψύχραιμος, -η, -ο • Ψύχραιμος μέσα σ’ όλα ο Χριστόφορος […] ° Christophoros, mitten in all dem [sc....
  • ΨΩΜΙ, το...ψωμί, το 1. κάτι έχει ψωμί: • Η δουλειά αυτή έχει ψωμί. ° ~Von dieser Tätigkeit kann man leben. / ~Mit dieser Tätigkeit kann man Geld verdienen. [GF: Β....
  • ΨΩΝΙΟ, το...ψώνιο, το • Θεέ μου, άλλο ένα ψώνιο που κάνει ό,τι μπορεί για να μοιάζει με συγγραφέα, σκέφτηκα. ° O Gott, noch so eine verdrehte Person, die tut, was sie kann,...
  • ΨΩΡΟ+ [als Vorsilbe]...ψωρο+ [als Vorsilbe] = jämmerlicher (-e, -es) … / lausiger (-e, -es) ... : • δεκατρία ψωροχιλιόμετρα,...
  • ΩΡΑ, η...ώρα, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2.1. η ώρα πάει ... 2.2. η ώρα πήγε ... [bzw.] πήγε ... η ώρα 3. την ώρα που 4. αυτή την ώρα 5. για την ώρα 6. για ώρα 7....
  • ΩΡΑΙΟΣ, -α, -ο...ωραίος, -α, -ο 1. BSe zur Verwendung in übertragener Bedeutung: a) zur Beschreibung des Wesens bzw. Charakters von Personen: • Είσαι ωραίος, Λούη, πολύ ωραίος!...
  • ΩΣ (Ι) [Adverb]...ως (Ι) [Adverb bzw. Partikel] [Anm.: ως (Adverb bzw. Partikel) ist zu unterscheiden von ως (= ώς) (Präposition)!] 1) καθώς, όπως [ΛΜΠ] // wie π.χ.: • ως συνήθως,...
  • ΩΣ (ΙΙ) (= ώς) [Präposition]...ως (ΙΙ) (= ώς *) [Präposition] *) Zum Betonungszeichen s. ΛΜΠ, σ. 706: Το "ώς" στη χρήση αυτή έχει προέλθει από το "έως" και γράφεται με τόνο,...
  • ΩΣΤΕ...ώστε 1. ώστε να: Beispiel für eine falsche Verwendung: Δολοφόνησε τον άντρα της, ώστε να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του. Richtig wäre lt. Παπαζαφείρη 2,...