ψωμί, το


1. κάτι έχει ψωμί:

• Η δουλειά αυτή έχει ψωμί.  °  ~Von dieser Tätigkeit kann man leben. / ~Mit dieser Tätigkeit kann man Geld verdienen.

[GF: Β. Βασιλικός: Η ζωή μου όλη, σ. 48 // "Η γλώσσα των ιδιωτισμών και των εκφράσεων", σ. 52]


2. φάγαμε ψωμί κι αλάτι (bzw. [ΛΔΗ]: τρώω με κάποιον ψωμί κι αλάτι):

για ανθρώπους που συνδέονται πολύ στενά  [Νατσ., σ. 91]  //  συνδεόμαστε με παλιούς δεσμούς  [Εμμ.]  //  gute, alte Freunde sein  [AK, S. 157]  //  έχω ζήσει μαζί μ’ αυτόν κι έχω περάσει μ’ αυτόν καλούς και κακούς καιρούς, ευχάριστες και δυσάρεστες περι­πέτειες κτλ.  [ΛΔΗ]


3. "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία":

• "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία", διεκδικούσαν οι μακρυμάλληδες νεαροί των χρόνων του ’70 [σε διαδηλώσεις]     ["Δίφωνο" Νο. 5, σ. 93]


4. είναι λίγα τα ψωμιά μου:

• [...] – πράγματι ήταν προσωρινή [η κυβέρνηση] αφού θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλο­γές – αλλά το ’λεγε με τρόπο που σήμαινε πως απλώς ήτανε λίγα τα ψωμιά της.  °  

[…] - sie [die Regierung] war in der Tat nur ein Provisorium [= nur eine provisorische] [wie er immer betonte], denn sie führte das Land [bestimmungsgemäß] zu Neuwahlen -, aber er sagte es auf eine Art, die durchblicken ließ [wörtl.: die bedeutete], dass sie ein­fach nur wenig zu bieten hatte.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΨΙΛΟ+ [als Vorsilbe]...ψιλο+ [als Vorsilbe] α' συνθετικό λέξεων που σημαίνει λίγο από το β' συνθετικό (π.χ. ψιλοήπια, ψιλομάλω­σα) [ΑΓΝ, σ. 192] [Anm.: vgl. χοντρο+ ] π.χ.:...
  • ΨΙΛΟΣ, -ή, -ό...ψιλός, -ή, -ό [Anm.: ψιλός (-ή, -ό) ist zu unterscheiden von ψηλός (-ή, -ό) !] 1. Grundbedeutungen: a) fein / dünn [etc.]:...
  • ΨΙΧΟΥΛΟ, το...ψίχουλο, το [Anm.: το ψίχουλο (Pl.: τα ψίχουλα) ist zu unterscheiden von: η ψυχούλα !...
  • ΨΥΛΛΙΑΖΟΜΑΙ...ψυλλιάζομαι • Ο φοιτητής ψυλλιάστηκε. ° Der Student witterte die Falle. [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] • Εγώ όμως ψυλλιάζομαι τι θέλει να μου πει [......
  • ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ψυχαναγκαστικός, -ή, -ό • [...] προσπαθώντας, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, να πιάσει το βλέμμα του. ° [...] und [das Mädchen] versuchte fast zwanghaft,...
  • ΨΥΧΗ, η...ψυχή, η Übersicht: 1.1. Grundbedeutung [bzw.] 1.2. [alternative Übersetzungen zu "Seele"] 2.1. με την ψυχή στα δόντια [bzw.] 2.2 με την ψυχή στο στόμα 3....
  • ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, η...ψυχολογία, η 1) die Psychologie 2) die psychische Verfassung [etc.]: • "Θέμα ψυχολογίας", όπως θα έλεγε ο πατέρας μου. ° "Eine Frage der Nerven",...
  • ΨΥΧΟΥΛΑ, η...ψυχούλα, η [Anm.: η ψυχούλα ist zu unterscheiden von: το ψίχουλο (Pl.: τα ψίχουλα)!] • η ψυχούλα σου ° dein armes Herz [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, η...ψυχραιμία, η • "Ψυχραιμία", είπε στον εαυτό του. ° "Ruhig Blut", sagte er sich. [als er seine Geld­börse nicht finden konnte] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΨΥΧΡΑΙΜΟΣ, -η, -ο...ψύχραιμος, -η, -ο • Ψύχραιμος μέσα σ’ όλα ο Χριστόφορος […] ° Christophoros, mitten in all dem [sc....
Nachher:
  • ΨΩΝΙΟ, το...ψώνιο, το • Θεέ μου, άλλο ένα ψώνιο που κάνει ό,τι μπορεί για να μοιάζει με συγγραφέα, σκέφτηκα. ° O Gott, noch so eine verdrehte Person, die tut, was sie kann,...
  • ΨΩΡΟ+ [als Vorsilbe]...ψωρο+ [als Vorsilbe] = jämmerlicher (-e, -es) … / lausiger (-e, -es) ... : • δεκατρία ψωροχιλιόμετρα,...
  • ΩΡΑ, η...ώρα, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2.1. η ώρα πάει ... 2.2. η ώρα πήγε ... [bzw.] πήγε ... η ώρα 3. την ώρα που 4. αυτή την ώρα 5. για την ώρα 6. για ώρα 7....
  • ΩΡΑΙΟΣ, -α, -ο...ωραίος, -α, -ο 1. BSe zur Verwendung in übertragener Bedeutung: a) zur Beschreibung des Wesens bzw. Charakters von Personen: • Είσαι ωραίος, Λούη, πολύ ωραίος!...
  • ΩΣ (Ι) [Adverb]...ως (Ι) [Adverb bzw. Partikel] [Anm.: ως (Adverb bzw. Partikel) ist zu unterscheiden von ως (= ώς) (Präposition)!] 1) καθώς, όπως [ΛΜΠ] // wie π.χ.: • ως συνήθως,...
  • ΩΣ (ΙΙ) (= ώς) [Präposition]...ως (ΙΙ) (= ώς *) [Präposition] *) Zum Betonungszeichen s. ΛΜΠ, σ. 706: Το "ώς" στη χρήση αυτή έχει προέλθει από το "έως" και γράφεται με τόνο,...
  • ΩΣΤΕ...ώστε 1. ώστε να: Beispiel für eine falsche Verwendung: Δολοφόνησε τον άντρα της, ώστε να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του. Richtig wäre lt. Παπαζαφείρη 2,...
  • ΩΣΤΟΣΟ...ωστόσο 1) dennoch / doch [iS von: dennoch]: • Η Μαρία το γνώριζε αυτό κι ωστόσο τον παντρεύτηκε. ° Maria hat das gewusst [sc.:...