αρχύτερα [επίρρημα]  


=  πιο πριν, πιο μπροστά, πρωτύτερα  [ΛΜΠ]  //  (λαϊκότρ.) νωρίτερα  [ΛΚΝ]  //  so schnell wie möglich  [Μουρσελάς: Βαμμ.]

κυρίως στη φράση: μια ώρα αρχύτερα  °  όσο γίνεται νωρίτερα, το ταχύτερο δυνατό  [ΛΜΠ]

[bzw.]

συνήθ. στην έκφραση: μιαν ώρα αρχύτερα  °  όσο γίνεται πιο γρήγορα  [ΛΚΝ]

π.χ.:

• ας ξεμπερδέψουμε μια ώρα αρχύτερα   [ΛΜΠ]

• Θέλω να φύγω από δω μιαν ώρα αρχύτερα.   [ΛΚΝ]

• Nα πεθάνω μιαν ώρα αρχύτερα, να ησυχάσω.   [ΛΚΝ]

• Ας φύγουμε τώρα, για να ’μαστε μιαν ώρα αρχύτερα στο σπίτι, μην πιάσει καμιά βροχή.   [ΛΔΗ]

weitere BSe:

• Τα όσα άκουσα απ’ το Στεπάν με κάνανε ν’ αποφασίσω να φύγω μιαν ώρα αρχύ­τερα.

Alles, was ich von Stepan [über die Ge­fähr­lichkeit der Lage] gehört hatte, ließ mich den Entschluss fassen, so früh [= so bald] wie möglich zu fliehen.

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Μόνο λίγο νερό τής έδινε ένας υπηρέτης του κάθε πρωί και κάθε βράδυ, που εκείνη το αρνιόταν πια για να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα· μα της το έδιναν με το ζόρι.

Am Mor­gen und am Abend gab einer seiner Diener ihr [= der (mit dem Ziel ihrer Tö­tung) an den Baum gebundenen Ge­fan­genen] nur ein wenig Wasser, was sie, um schneller zu ster­ben, zurückwies, jedoch vergeblich, man zwang sie, es zu trinken.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• "Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα / ας καθαρί­σουμε μια ώρα αρχύτερα"

[Γεράσιμος Τσάκαλος: τραγούδι "Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα"]


---


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΡΜΥΡΙΚΙ, το [bzw.] ΑΛΜΥΡΙΚΙ, το...αρμυρίκι, το [bzw.] αλμυρίκι, το = die Tamariske [Pflanzenart] [vgl. griech. und deutsche Wikipedia] BSe: • [...]· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα,...
  • ΑΡΝΟΥΜΑΙ [bzw.] ΑΡΝΙΕΜΑΙ...αρνούμαι [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: αρνιέμαι 1. Grundbedeutungen: a) ablehnen / zurückweisen: • Ο Πέτρος αρνήθηκε το τσάι που του πρόσφερε η Μαρία....
  • ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ...άρπα-κόλλα (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: άρπα κόλλα) 1. Worttyp: undeklinierbares Substantiv (so Mackridge, S. 326: το άρπα-κόλλα, und ΛΜΠ: η άρπα-κόλλα) bzw....
  • ΑΡΧΗ, η...αρχή, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. από την αρχή 3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν 3.2. κατ’ αρχάς 4. ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής: s....
  • ΑΡΧΗΓΙΛΙΚΙ, το...αρχηγιλίκι, το = the post of leader [Mackridge, S. 321] // (λαϊκ.) το να είναι κανείς αρχηγός, η αρχηγία [ΛΜΠ] // (προφ....
  • ΑΡΧΗΤΕΡΑ...αρχήτερα s. αρχύτερα ...
  • ΑΡΧΙΖΩ...αρχίζω 1.1. Grundbedeutung: anfangen, beginnen 1.2. Umschreibungen für die Ausdrücke "anfangen" / "beginnen":...
  • ΑΡΧΙΤΕΡΑ...αρχίτερα s. αρχύτερα ...
  • ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, το...αρχονταρίκι, το = der Empfangsraum [und zwar eines Klosters] [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] ...
  • ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αρχοντικός, -ή, -ό • το σπίτι [...] ήταν μεγάλο κι επιβλητικό, "αρχοντικό" θα το λέγανε σήμερα οι τουρίστες των επαρχιών ° das Haus [......
Nachher:
  • ΑΡΩΤΩ...αρωτώ (-άς) = ρωτώ [s. zB. Σακελλαρίου] π.χ.: • [...] και δε σ’ αρώτησα πούθε είσαι ° […] und so habe ich [dich] noch nicht gefragt, woher du kommst [GF+DF aus:...
  • ΑΣ...ας Übersicht: 1. [allgemein]: a) zum Ausdruck eines Wunsches (bzw. Sehnens); einer Empfehlung bzw. Ermunte­rung etc....
  • ΑΣΕ...άσε s. unter αφήνω ...
  • ΑΣΕΤΥΛΙΝΗ, η [bzw.] ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ, η...ασετυλίνη, η [bzw.] ασετιλίνη,...
  • ΑΣΗΚΩΤΟΣ, -η, -ο...ασήκωτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Όταν πηγαίναμε ύστερα στις κάμαρες, τις βρίσκαμε παγωμένες και μπαίναμε κάτω από τις χοντρές βελέντζες, τις ασήκωτες,...
  • ΑΣΗΜΙ...ασημί [Neutrum] = silbern / silbrig [als Farbe] ...
  • ΑΣΙΚΗΣ, ο...ασίκης, ο • Και κείνος έτσι μεγαλείο είναι. Αψηλόσωμος, μουστακαλής, ασίκης, μεγαλοκαμωμένος. ° Jener [sc....
  • ΑΣΙΚΙΚΟΣ, -η, -ο...ασίκικος, -η, -ο • βάλαμε στο κεφάλι, ασίκικα γερτό προς τ’ αυτί,...
  • ΑΣΟΔΥΟ, το...ασόδυο, το (bzw. ασσόδυο, το) ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει ένα και το άλλο δύο [ΛΚΝ (mit der Schreibweise ασόδυο)] π.χ.: • Έφερα ένα ασόδυο....