αρχίζω
1.1. Grundbedeutung:
anfangen, beginnen
1.2. Umschreibungen für die Ausdrücke "anfangen" / "beginnen":
• Κάπως έτσι δύνανται να τελειώνουν μερικοί άτυχοι έρωτες ή ν’ αρχίζουν άλλοι πιο άτυχοι. |
Ungefähr so kann manch eine unglückliche Liebe zu Ende gehen oder manch eine andere, noch unglücklichere, ihren Anfang nehmen. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• κι όσες γυναίκες βρέθηκαν στο σπίτι άρχισαν να ετοιμάζουν πανιά και να ζεσταίνουν νερό |
und alle Frauen, die sich gerade im Haus befanden, machten sich daran, Tücher zu holen und Wasser zu kochen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η Ένωση άρχισε να διαλύεται ή ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο. |
Trotzdem [sc. trotz aller Probleme] darf [= soll(te)] man nicht meinen, dass die [Europäische] Union im Begriff sei sich aufzulösen, oder, dass sie sich in einer Sackgasse befinde. [GF+DF aus einem Aufsatz von Kostas Simitis] |
• Έχω αρχίσει να γίνομαι άθεος, σκέφτηκε. |
Ich bin auf dem besten Weg [Anm.: Alternative: Ich bin auf dem Weg], Atheist zu werden, dachte er. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• άρχισε να τρέχει σαν να την κυνηγούσαν δέκα σκυλιά |
sie rannte los, als wären zehn Hunde hinter ihr her [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Αυτός άρχισε να προσεύχεται δυνατά, [...] |
Er betet jetzt laut [und nicht mehr – wie bisher – stumm] […] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Ο αμαξάς, βρίσκοντας συμπάσχοντα, άρχισε να ηρεμεί. |
Der Kutscher wurde jetzt, da er einen Leidensgenossen gefunden hatte, etwas ruhiger. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Αρχίσατε να συνεφέρνετε απ’ το χαράκωμα, βλέπω ... |
Ihr [Soldaten auf Fronturlaub im Hinterland] erholt euch langsam vom [Dienst im] [Schützen‑]Graben, sehe ich ... |
• Το μάτι του είχε αρχίσει πάλι ν’ αγριεύει. |
Sein Blick wurde langsam wieder wütend. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• έχει αρχίσει να εκνευρίζεται |
er [dieser Mann] wird schon langsam [= schön langsam] nervös [provoziere ihn deshalb nicht] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Η Κάτριν άρχισε να μ’ εκνευρίζει. // Σιγά σιγά η Κάτριν άρχιζε να με εκνευρίζει. |
Allmählich nervte Kathrin mich. [DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst] |
• Όταν άρχισε να καταλαβαίνει ότι [...] |
Als ihr allmählich klar wurde, dass […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• μα [...] είχαν αρχίσει να τον μαθαίνουν |
doch allmählich kannten sie ihn nun [sc. seine Wesensart] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• είχε αρχίσει να νιώθει μια ελαφριά δυσφορία |
er spürte allmählich einen leichten Widerwillen [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Μερικές γυναίκες είχαν δουλειά σ’ εκείνο το δωμάτιο κι άρχισαν να δυσφορούν με την αρχοντική του επιθυμία να κοιμηθεί ως το μεσημέρι. |
Einige Frauen hatten in dem Zimmer, in dem er [der Gast] untergebracht war [und jetzt (am Vormittag) noch immer schlief], etwas zu tun, und diese Feine-Herren-Art, bis mittags zu schlafen, missfiel ihnen allmählich. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Και να που τα κατάφερε σιγά-σιγά, μόνη της, να τους κάνει ν’ αρχίσουν να την ανέχονται, [...] |
Aber [wörtl.: Und] siehe da, sie [die Frau] schaffte es mit der Zeit, ganz allein, alle dazu zu bringen, daß sie sie [= die Frau] allmählich ertrugen […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Η Κλητία, με την απουσία τόσους μήνες του κυνηγού Μάρκου [...], άρχισε να χάνει την μεγάλη έγνοια της για το χάνι, να νοσταλγεί τις δουλειές στο σπίτι, να βρίσκει κάθε τόσο προφάσεις για να μένει περισσότερο εκεί. |
Und während der langen Monate, in denen der Jäger Markos nicht da war […], ließ Klitias Eifer in der Herberge allmählich nach, sie sehnte sich zunehmend nach der Arbeit im Haus [sc. im Wohnhaus der Familie (außerhalb der Herberge)] und fand immer wieder einen Vorwand, sich dort länger aufzuhalten. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• [...], αφού γεγονός ήταν πως κάτι άρχιζε να διαφαίνεται εκεί πάνω: ένα αχνό και απαλό τρίχωμα |
[…], denn auf ihrem Kopf [wörtl. dort oben] wurde tatsächlich nach und nach etwas sichtbar: ein seidenweicher, zarter Haarwuchs [bei dem Mädchen, dem aufgrund einer Krankheit die Haare ausgefallen waren] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Τότε θ’ αρχίσω να ντύνομαι. Έτσι κι αλλιώς πολύ χρόνο δεν έχουμε. |
Dann will [iS: von: werde] ich mich mal langsam umziehen. Viel Zeit ist sowieso nicht mehr. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• [...] ώστε λίγο αργότερα [...] μου φάνηκε ότι αρχίζω να τρελαίνομαι. |
[...], dass es mir kurz danach […] so vorkam, als würde ich gleich verrückt. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Για κοίτα έξω, μπορεί να άρχισε και να χιονίζει! |
Schau doch mal raus, vielleicht schneit es ja schon! [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Μερικοί είχαν αρχίσει να μπαινοβγαίνουν στο μαγαζί και τους κοίταζαν σαν να μην είχαν ξαναδεί πατέρα με κόρη. |
Einige Leute gingen bereits ein und aus [sc. in dem Wirtshaus, das zunächst noch fast leer gewesen war] und starrten sie [sc. Ioulía und ihren Vater] an, als hätten sie noch nie einen Vater mit seiner Tochter gesehen. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Άρχισα να βαράω με την αξίνα. |
Ich drosch mit der Hacke drauflos. [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] |
• τότε μπορεί να άρχιζε και κανένας λιθοβολισμός |
und dann könnte es sogar zu einer Steinigung kommen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• άρχισα να υποψιάζουμαι ...[μήπως ...] |
mir kam der Verdacht, […] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Άρχισα να υποπτεύουμαι πως [...] |
In mir stieg der Verdacht auf, dass [...] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• και στον καφέ επάνω άρχισε μια ενδιαφέρουσα θεωρητική συζήτηση |
und beim Kaffeetrinken [nach dem gemeinsamen Mittagessen] entwickelte sich [zwischen den beiden] eine sehr interessante theoretische Diskussion Kalimerhaba] |
• [...] αρχίζει να έχει σιγά σιγά την αίσθηση ότι πλησιάζουν τα Χριστούγεννα |
sie bekommt langsam vorweihnachtliche Gefühle [als sie die ersten Mandarinen in diesem Herbst isst] [Anm.: αρχίζει να έχει → sie beginnt zu haben → sie bekommt] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Σαν ξύπνιος έμπορας που ήτανε, άρχισε να καταλαβαίνει πως [...] |
Als klugem Kaufmann wurde ihm [nun] klar, dass […] [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• τότε που την βρήκαν καβάλλα σ’ ένα σκυλί και την έδειραν, και το σκυλί άρχισε να τους γαβγίζει |
damals, als man sie [= Ioulía] rittlings auf einem Hund sitzend entdeckte und sie verprügelte und daraufhin der Hund ([alternativ:], worauf der Hund) sie [= die Leute, die Ioulía verprügelten] anbellte [weil er mit Ioulía weiterspielen wollte] [GF aus: Ζατέλη: Φως / DF: Eigenübersetzung] [Anm.: In der Originalübersetzung wird das Wort "άρχισε" nicht eigens wiedergegeben: "damals, als man Ioulía rittlings auf einem Hund entdeckte und sie verhaute und der Hund bellte")] |
1.3. Beispiele, wo "αρχίζω" im Deutschen nicht eigens wiedergegeben wird:
• Κι άρχισαν να κατεβαίνουν τα παιδιά απ’ το κάρρο με πολλές προφυλάξεις κι άλλα τόσα καμώματα, [...] |
Und die Kinder stiegen mit viel Vorsicht und mit genausoviel Unsinn im Kopf aus dem Wagen, [...] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Κι άρχισε, σε κάθε σπασμωδική εισπνοή του, να του δίνει ένα μικρό χαστούκι στο μάγουλο. |
Und bei jedem krampfhaften Einatmen von Thomas [wörtl.: von ihm] gab sie ihm [zum Bekämpfen seines Schluckaufs] einen kleinen Klaps auf die Wange. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Και η Κλητία λύθηκε στα γέλια κι άρχισε να φιλάει τον Θωμά, [...] |
Und Klitia lachte und lachte und küsste Thomas, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• "[...]", του είπε καθώς είχε καθήσει στο δάπεδο κι άρχιζε να του λύνει τα παπούτσια, τα κορδόνια, ενώ αυτός έβγαλε μόνος του το άσπρο σακκάκι και γιλέκο |
° "[…]", sagte sie; sie hatte sich auf den Fußboden gesetzt und band die Schnürsenkel seiner Schuhe auf, während er seine weiße Jacke und seine Weste selbst auszog [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• σήκωσε το χέρι του κι άρχισε να το κατεβάζει όπου έβρισκε, το ίδιο άρχισαν να κάνουν και οι μεγάλοι γυιοί ή παραγυιοί του |
er hob die Hand hoch und ließ sie [zur Züchtigung der Kinder, die um ihn herumstanden] mal hier, mal dort herunterfallen, auch seine älteren Söhne und Stiefsöhne taten das gleiche [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
2. όλα αρχίζουν και τελειώνουν με ... :
• Αισθηματικά και τέτοια; Ούτε λόγος. Γι’ αυτόν όλα αρχίζουν και τελειώνουν με το κτήμα του. ° Liebschaften? Niemals. Der Hof [sc. sein Bauernhof in Ohlsdorf] ist sein Ein und Alles. [M.a.W.: Für ihn (= Thomas Bernhard) gibt es nur seinen Bauernhof.] [DF+GF aus: André Müller im Gespräch mit Thomas Bernhard]
Weitere Wörter:
- ΑΡΙΘΜΟΣ, ο...αριθμός, ο Zum Verhältnis der Begriffe "αριθμός" und "νούμερο": vgl. Μάνεσης, S. 63: Για λόγους αισθητικής και κομψότητας,...
- ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αριστοκρατικός, -ή, -ό 1) aristokratisch 2) nobel, vornehm, edel:...
- ΑΡΚΩ [bzw.] ΑΡΚΕΙ...αρκώ (-είς) [bzw.] αρκεί 1. Grundbedeutung: genügen, ausreichen 2. αρκεί να: • Παθιαζόταν με τις λεπτομέρειες....
- ΑΡΜΕΝΑΚΙ, το...Αρμενάκι, το • τα Αρμενάκια ° die [zwei] jungen Armenier [bzw. (synonym):] • τα Αρμενόπουλα ° die [zwei] Armenierjungen [GF+DF jeweils aus: Σωτηρίου:...
- ΑΡΜΥΡΙΚΙ, το [bzw.] ΑΛΜΥΡΙΚΙ, το...αρμυρίκι, το [bzw.] αλμυρίκι, το = die Tamariske [Pflanzenart] [vgl. griech. und deutsche Wikipedia] BSe: • [...]· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα,...
- ΑΡΝΟΥΜΑΙ [bzw.] ΑΡΝΙΕΜΑΙ...αρνούμαι [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: αρνιέμαι 1. Grundbedeutungen: a) ablehnen / zurückweisen: • Ο Πέτρος αρνήθηκε το τσάι που του πρόσφερε η Μαρία....
- ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ...άρπα-κόλλα (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: άρπα κόλλα) 1. Worttyp: undeklinierbares Substantiv (so Mackridge, S. 326: το άρπα-κόλλα, und ΛΜΠ: η άρπα-κόλλα) bzw....
- ΑΡΧΗ, η...αρχή, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. από την αρχή 3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν 3.2. κατ’ αρχάς 4. ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής: s....
- ΑΡΧΗΓΙΛΙΚΙ, το...αρχηγιλίκι, το = the post of leader [Mackridge, S. 321] // (λαϊκ.) το να είναι κανείς αρχηγός, η αρχηγία [ΛΜΠ] // (προφ....
- ΑΡΧΗΤΕΡΑ...αρχήτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΙΤΕΡΑ...αρχίτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, το...αρχονταρίκι, το = der Empfangsraum [und zwar eines Klosters] [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] ...
- ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αρχοντικός, -ή, -ό • το σπίτι [...] ήταν μεγάλο κι επιβλητικό, "αρχοντικό" θα το λέγανε σήμερα οι τουρίστες των επαρχιών ° das Haus [......
- ΑΡΧΥΤΕΡΑ...αρχύτερα [επίρρημα] = πιο πριν, πιο μπροστά, πρωτύτερα [ΛΜΠ] // (λαϊκότρ.) νωρίτερα [ΛΚΝ] // so schnell wie möglich [Μουρσελάς: Βαμμ.] κυρίως στη φράση:...
- ΑΡΩΤΩ...αρωτώ (-άς) = ρωτώ [s. zB. Σακελλαρίου] π.χ.: • [...] και δε σ’ αρώτησα πούθε είσαι ° […] und so habe ich [dich] noch nicht gefragt, woher du kommst [GF+DF aus:...
- ΑΣ...ας Übersicht: 1. [allgemein]: a) zum Ausdruck eines Wunsches (bzw. Sehnens); einer Empfehlung bzw. Ermunterung etc....
- ΑΣΕ...άσε s. unter αφήνω ...
- ΑΣΕΤΥΛΙΝΗ, η [bzw.] ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ, η...ασετυλίνη, η [bzw.] ασετιλίνη,...
- ΑΣΗΚΩΤΟΣ, -η, -ο...ασήκωτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Όταν πηγαίναμε ύστερα στις κάμαρες, τις βρίσκαμε παγωμένες και μπαίναμε κάτω από τις χοντρές βελέντζες, τις ασήκωτες,...