αρνούμαι [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: αρνιέμαι
1. Grundbedeutungen:
a) ablehnen / zurückweisen:
• Ο Πέτρος αρνήθηκε το τσάι που του πρόσφερε η Μαρία. ° Petros lehnte den Tee [sc. die Tasse Tee] ab, den ihm Maria anbot.
• Έβγαλε και της πρόσφερε τσιγάρο, μα η Μαρία αρνήθηκε. ° Er nahm eine Zigarette heraus und bot sie ihr [= Maria] an, aber Maria lehnte ab.
• Μόνο λίγο νερό τής έδινε ένας υπηρέτης του κάθε πρωί και κάθε βράδυ, που εκείνη το αρνιόταν πια για να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα· μα της το έδιναν με το ζόρι. °
° Am Morgen und am Abend gab einer seiner Diener ihr [= der (mit dem Ziel ihrer Tötung) an den Baum gebundenen Gefangenen] nur ein wenig Wasser, was sie, um schneller zu sterben, zurückwies, jedoch vergeblich, man zwang sie, es zu trinken. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
b) abstreiten / leugnen:
• το βράδυ η Μαρία θα τα αρνείται όλα ° am Abend [wenn ich sie zur Rede stelle] wird Maria alles [was ich ihr vorwerfe] abstreiten (leugnen) [sc.: sie wird behaupten, es nicht getan zu haben]
• αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι τους είχε παραγγείλει ποτέ δύο φράκα ° er stritt entschieden (energisch) ab, dass er bei ihnen [sc.: in der Schneiderei] jemals zwei Fracks bestellt hatte
c) sich weigern:
• Αρνείται να πει οτιδήποτε στους δημοσιογράφους. ° Er weigert sich, den Journalisten irgendetwas [über den Mordfall] zu sagen.
d) absagen [iS von: eine Einladung nicht annehmen]:
• Εάν μας προσκαλέσει σε δείπνο κάποιος που δεν συμπαθούμε, πρέπει να αρνηθούμε αμέσως. ° Wenn uns jemand zum Abendessen einlädt, den wir nicht mögen, müssen wir sofort absagen.
• Με κάλεσε ξανά ο Νίκος. Του αρνήθηκα πάλι. ° Nikos hat mich neuerlich [zum Essen] eingeladen. Ich habe ihm wieder abgesagt. [weil ich ihn unsympathisch finde]
2. σε (τον / την ...) αρνούμαι:
• με τις γυναίκες που τον ήθελαν κι αυτός δεν τις αρνιόταν |
mit den Frauen, die nach ihm schmachteten und die er nicht abwies [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• "Κι αν την παράτησε ο άλλος;" ρώτησε ο Γιακώβ. – "Δεν τον αρνήθηκε αυτή." |
"Und wenn der andere [Mann (dessentwegen sie ledig geblieben ist)] sie verschmäht hat?" fragte Jaków. – [Reaktion:] "Dann hat sie ihn dennoch nicht vergessen." [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Αρνούμενη βέβαια διά παντός και την Παναγία τους. |
Und natürlich schwor sie auch der Muttergottes der [= ihrer] Herrschaften für immer ab. [sc. die türkische Bedienstete, die im Haus einer christlichen Familie arbeitete, bisher – "neben" der moslemischen Religion – auch an die Muttergottes der Christen geglaubt hatte und nun aufgrund ihrer schlechten Erfahrungen mit der Familie diesen Glauben aufgab] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• "Αν ήτανε να σ’ αρνηθώ / μια μέρα απ’ τη ζωή μου / να σταύρωνα τα χέρια μου / και να ’βγαινε η ψυχή μου" [Στ. Κουγιουμτζής: τραγούδι "Αν ήτανε να σ’ αρνηθώ"] |
--- |
• "Αρνήσου με / ξέρω πως σκέφτεσαι να φύγεις / μακριά από μένα να ξεφύγεις / να χωρίσουμε." [Α. Βίσση: τραγούδι "Αχ δε μ’ αγαπάς"] |
--- |
Weitere Wörter:
- ΑΡΑΠΗΣ, ο / ΑΡΑΠΙΝΑ, η...αράπης, ο / αραπίνα, η 1) ο αράπης (Pl.: οι αράπηδες [bzw.] οι αραπάδες): • τον αράπη κι αν τον πλένεις,...
- ΑΡΑΧΝΗ, η...αράχνη, η οι αράχνες: bedeutet nicht nur "die Spinnen", sondern auch: die Spinnweben [s. dazu: Κ. Μουρσελάς: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, S. 178, 5. bis 9. Z. des 2....
- ΑΡΓΑ...αργά • αργά-αργά ° gemächlich [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΑΡΓΩ...αργώ (-είς) • Δεν ήμουνα όμορφη [,] γι’ αυτό άργησα να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Ich [weibl.] war keine Schönheit,...
- ΑΡΕΣΩ...αρέσω • Σ’ όποιον αρέσω. ° Es ist mir egal, ob ich gefalle. [GF+DF aus: Βαμμ.] • "Σ’ όποιον αρέσουμε / για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε" [Λ. Νικολακοπούλου:...
- ΑΡΙΘΜΟΣ, ο...αριθμός, ο Zum Verhältnis der Begriffe "αριθμός" und "νούμερο": vgl. Μάνεσης, S. 63: Για λόγους αισθητικής και κομψότητας,...
- ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αριστοκρατικός, -ή, -ό 1) aristokratisch 2) nobel, vornehm, edel:...
- ΑΡΚΩ [bzw.] ΑΡΚΕΙ...αρκώ (-είς) [bzw.] αρκεί 1. Grundbedeutung: genügen, ausreichen 2. αρκεί να: • Παθιαζόταν με τις λεπτομέρειες....
- ΑΡΜΕΝΑΚΙ, το...Αρμενάκι, το • τα Αρμενάκια ° die [zwei] jungen Armenier [bzw. (synonym):] • τα Αρμενόπουλα ° die [zwei] Armenierjungen [GF+DF jeweils aus: Σωτηρίου:...
- ΑΡΜΥΡΙΚΙ, το [bzw.] ΑΛΜΥΡΙΚΙ, το...αρμυρίκι, το [bzw.] αλμυρίκι, το = die Tamariske [Pflanzenart] [vgl. griech. und deutsche Wikipedia] BSe: • [...]· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα,...
- ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ...άρπα-κόλλα (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: άρπα κόλλα) 1. Worttyp: undeklinierbares Substantiv (so Mackridge, S. 326: το άρπα-κόλλα, und ΛΜΠ: η άρπα-κόλλα) bzw....
- ΑΡΧΗ, η...αρχή, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. από την αρχή 3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν 3.2. κατ’ αρχάς 4. ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής: s....
- ΑΡΧΗΓΙΛΙΚΙ, το...αρχηγιλίκι, το = the post of leader [Mackridge, S. 321] // (λαϊκ.) το να είναι κανείς αρχηγός, η αρχηγία [ΛΜΠ] // (προφ....
- ΑΡΧΗΤΕΡΑ...αρχήτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΙΖΩ...αρχίζω 1.1. Grundbedeutung: anfangen, beginnen 1.2. Umschreibungen für die Ausdrücke "anfangen" / "beginnen":...
- ΑΡΧΙΤΕΡΑ...αρχίτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, το...αρχονταρίκι, το = der Empfangsraum [und zwar eines Klosters] [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] ...
- ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αρχοντικός, -ή, -ό • το σπίτι [...] ήταν μεγάλο κι επιβλητικό, "αρχοντικό" θα το λέγανε σήμερα οι τουρίστες των επαρχιών ° das Haus [......
- ΑΡΧΥΤΕΡΑ...αρχύτερα [επίρρημα] = πιο πριν, πιο μπροστά, πρωτύτερα [ΛΜΠ] // (λαϊκότρ.) νωρίτερα [ΛΚΝ] // so schnell wie möglich [Μουρσελάς: Βαμμ.] κυρίως στη φράση:...