αράπης, ο / αραπίνα, η
1) ο αράπης (Pl.: οι αράπηδες [bzw.] οι αραπάδες):
• τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ° wenn du einen Neger weiß waschen willst, zerstörst* du die Seife (Es ist sinnlos, den Charakter eines Mitmenschen völlig verändern zu wollen.) [Grabner-Haider, S. 148]
*[Anm.: richtig: vergeudest (vgl. ΛΜΠ, S. 1953, Pkt. 15 von Stichwort "χαλώ")]
2) η αραπίνα:
• μια καινούργια υπηρέτρια, μια αραπίνα απ’ το Σουδάν ° eine neue Hausdienerin, eine Schwarze aus dem Sudan [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΠΟΧΡΩΣΗ, η...απόχρωση, η • [...], που ανάλογα με την περίσταση παίρνει μια απόχρωση δραματικότητας ή και υπεροψίας ° […],...
- ΑΠΟΨΕ...απόψε • Οριστικά αποφασίστηκε γι’ απόψε στις δύο και τέταρτο. ° Sie [die militärische Großoffensive] ist nun endgültig auf heute Nacht, Viertel nach zwei,...
- ΑΠΟΨΗ, η...άποψη, η 1. [allgemein]: • Παραδέχομαι πως αυτή είναι μια άλλη άποψη για το ίδιο έργο. ° Ich gebe zu, dies [sc. das,...
- ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ, -η, -ο...απρόσιτος, -η, -ο • Μπορούσες να την αγαπήσεις, να τη θαυμάσεις από μακριά, αλλά όχι και να την πλησιάσεις. Αυτό μου άρεσε....
- ΑΠΡΟΧΩΡΗΤΟ, το...απροχώρητο, το • Η κατάσταση έχει φθάσει / έφθασε στο απροχώρητο.* ° ~Die Situation ist nicht mehr tragbar....
- ΑΠΤΟΗΤΟΣ, -η, -ο...απτόητος, -η, -ο • Ο σερβοβοσνιακός στρατός, απτόητος από το βομβαρδισμό αρμάτων του από αεροσκάφη του NATO, κατέλαβε την Σρεμπρένιτσα....
- ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ, τα...απωθημένα, τα βγάζω τα απωθημένα μου: εκφράζω όλες τις κρυφές απογοητεύσεις μου, δυσαρέσκειές μου, έχθρες μου, ορέξεις μου κτλ....
- ΑΡΑΓΕ...άραγε • Τι να είχε απογίνει άραγε; Ίσως ζούσε ακόμη! Was war wohl aus ihm [sc. diesem Mann] geworden? Vielleicht lebte er noch! [DF+GF aus: Menasse:...
- ΑΡΑΖΩ...αράζω • Προς τι όλα τούτα τα ταξίδια; Γιατί να μην μπορεί ν’ αράξει κι αυτός; ° Wozu all diese Reisen?...
- ΑΡΑΛΙΚΙ, το...αραλίκι, το • Μια βόλτα στο Κολωνάκι δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση....
Nachher:
- ΑΡΑΧΝΗ, η...αράχνη, η οι αράχνες: bedeutet nicht nur "die Spinnen", sondern auch: die Spinnweben [s. dazu: Κ. Μουρσελάς: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, S. 178, 5. bis 9. Z. des 2....
- ΑΡΓΑ...αργά • αργά-αργά ° gemächlich [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΑΡΓΩ...αργώ (-είς) • Δεν ήμουνα όμορφη [,] γι’ αυτό άργησα να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Ich [weibl.] war keine Schönheit,...
- ΑΡΕΣΩ...αρέσω • Σ’ όποιον αρέσω. ° Es ist mir egal, ob ich gefalle. [GF+DF aus: Βαμμ.] • "Σ’ όποιον αρέσουμε / για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε" [Λ. Νικολακοπούλου:...
- ΑΡΙΘΜΟΣ, ο...αριθμός, ο Zum Verhältnis der Begriffe "αριθμός" und "νούμερο": vgl. Μάνεσης, S. 63: Για λόγους αισθητικής και κομψότητας,...
- ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αριστοκρατικός, -ή, -ό 1) aristokratisch 2) nobel, vornehm, edel:...
- ΑΡΚΩ [bzw.] ΑΡΚΕΙ...αρκώ (-είς) [bzw.] αρκεί 1. Grundbedeutung: genügen, ausreichen 2. αρκεί να: • Παθιαζόταν με τις λεπτομέρειες....
- ΑΡΜΕΝΑΚΙ, το...Αρμενάκι, το • τα Αρμενάκια ° die [zwei] jungen Armenier [bzw. (synonym):] • τα Αρμενόπουλα ° die [zwei] Armenierjungen [GF+DF jeweils aus: Σωτηρίου:...
- ΑΡΜΥΡΙΚΙ, το [bzw.] ΑΛΜΥΡΙΚΙ, το...αρμυρίκι, το [bzw.] αλμυρίκι, το = die Tamariske [Pflanzenart] [vgl. griech. und deutsche Wikipedia] BSe: • [...]· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα,...