απρόσιτος, -η, -ο


• Μπορούσες να την αγαπήσεις, να τη θαυμάσεις από μακριά, αλλά όχι και να την πλησιάσεις. Αυτό μου άρεσε. Οι απρόσιτοι άνθρωποι μ’ έκαναν να αισθάνομαι αξιόλογη, όταν μου παραχωρούσαν το χρόνο και τη συντροφιά τους.  °  Man konnte sie [diese Frau] aus der Ferne lieben und bewundern, ihr aber nicht nahekommen. Mir ge­fiel das. Wenn mir unnahbare Menschen ihre Zeit und ihre Gesellschaft widmeten, ga­ben sie mir [weibl.] ein Gefühl von Bedeutung.      [GF+DF aus: Όσες φορές]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποτελεσματικός, -ή, -ό = effizient // wirkungsvoll:...
  • ΑΠΟΤΡΕΠΩ...αποτρέπω = a) [etwas] verhindern // b) [jemanden von etwas] abhalten / abbringen ...
  • ΑΠΟΤΣΟΣ (ο) [bzw.] ΑΠΟΤΣΟΥ (στου)...Απότσος (ο) [bzw.] Απότσου (στου) • Πριν από 12 χρόνια στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10, εκεί όπου επί χρόνια λειτουργούσε το θρυλικό ουζερί "Απότσος",...
  • ΑΠΟΥΣΙΑ, η...απουσία, η 1. Grundbedeutung: die Abwesenheit / das Fehlen 2. βάζω απουσία: • Ο κύριος Κούντζε έβαλε απουσία στην Τζένη....
  • ΑΠΟΦΑΣΗ, η...απόφαση, η 1. Grundbedeutungen: a) der Entschluss / die Entscheidung b) der Beschluss [förmliche Entscheidung]:...
  • ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ...αποφασίζω 1. Bedeutungen: - entscheiden - beschließen - sich entschließen, sich entscheiden 2. Übersetzungsbeispiele:...
  • ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποφασιστικός, -ή, -ό 1. allgemein zur Bedeutung: Έχουμε [...] επίθετα [...], τα οποία [...] χρησιμοποιούνται – συχνότατα – με λανθασμένη έννοια. Αυτό,...
  • ΑΠΟΧΡΩΣΗ, η...απόχρωση, η • [...], που ανάλογα με την περίσταση παίρνει μια απόχρωση δραματικότητας ή και υπεροψίας ° […],...
  • ΑΠΟΨΕ...απόψε • Οριστικά αποφασίστηκε γι’ απόψε στις δύο και τέταρτο. ° Sie [die militärische Groß­offensive] ist nun endgültig auf heute Nacht, Viertel nach zwei,...
  • ΑΠΟΨΗ, η...άποψη, η 1. [allgemein]: • Παραδέχομαι πως αυτή είναι μια άλλη άποψη για το ίδιο έργο. ° Ich gebe zu, dies [sc. das,...
Nachher:
  • ΑΠΡΟΧΩΡΗΤΟ, το...απροχώρητο, το • Η κατάσταση έχει φθάσει / έφθασε στο απροχώρητο.* ° ~Die Situation ist nicht mehr tragbar....
  • ΑΠΤΟΗΤΟΣ, -η, -ο...απτόητος, -η, -ο • Ο σερβοβοσνιακός στρατός, απτόητος από το βομβαρδισμό αρμάτων του από αεροσκάφη του NATO, κατέλαβε την Σρεμπρένιτσα....
  • ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ, τα...απωθημένα, τα βγάζω τα απωθημένα μου: εκφράζω όλες τις κρυφές απογοητεύσεις μου, δυσαρέσκειές μου, έχθρες μου, ορέξεις μου κτλ....
  • ΑΡΑΓΕ...άραγε • Τι να είχε απογίνει άραγε; Ίσως ζούσε ακόμη! Was war wohl aus ihm [sc. diesem Mann] geworden? Vielleicht lebte er noch! [DF+GF aus: Menasse:...
  • ΑΡΑΖΩ...αράζω • Προς τι όλα τούτα τα ταξίδια; Γιατί να μην μπορεί ν’ αράξει κι αυτός; ° Wozu all diese Reisen?...
  • ΑΡΑΛΙΚΙ, το...αραλίκι, το • Μια βόλτα στο Κολωνάκι δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση....
  • ΑΡΑΠΗΣ, ο / ΑΡΑΠΙΝΑ, η...αράπης, ο / αραπίνα, η 1) ο αράπης (Pl.: οι αράπηδες [bzw.] οι αραπάδες): • τον αράπη κι αν τον πλένεις,...
  • ΑΡΑΧΝΗ, η...αράχνη, η οι αράχνες: bedeutet nicht nur "die Spinnen", sondern auch: die Spinnweben [s. dazu: Κ. Μουρσελάς: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, S. 178, 5. bis 9. Z. des 2....
  • ΑΡΓΑ...αργά • αργά-αργά ° gemächlich [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...