απροχώρητο, το
• Η κατάσταση έχει φθάσει / έφθασε στο απροχώρητο.* ° ~Die Situation ist nicht mehr tragbar. / ~Die Situation ist untragbar (unerträglich) geworden.
*) Vgl. alternative Ausdrücke zur Artikulation von "εξάντληση ανοχής/υπομονής" in: Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά, S. 36:
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΠΟΤΡΕΠΩ...αποτρέπω = a) [etwas] verhindern // b) [jemanden von etwas] abhalten / abbringen ...
- ΑΠΟΤΣΟΣ (ο) [bzw.] ΑΠΟΤΣΟΥ (στου)...Απότσος (ο) [bzw.] Απότσου (στου) • Πριν από 12 χρόνια στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10, εκεί όπου επί χρόνια λειτουργούσε το θρυλικό ουζερί "Απότσος",...
- ΑΠΟΥΣΙΑ, η...απουσία, η 1. Grundbedeutung: die Abwesenheit / das Fehlen 2. βάζω απουσία: • Ο κύριος Κούντζε έβαλε απουσία στην Τζένη....
- ΑΠΟΦΑΣΗ, η...απόφαση, η 1. Grundbedeutungen: a) der Entschluss / die Entscheidung b) der Beschluss [förmliche Entscheidung]:...
- ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ...αποφασίζω 1. Bedeutungen: - entscheiden - beschließen - sich entschließen, sich entscheiden 2. Übersetzungsbeispiele:...
- ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποφασιστικός, -ή, -ό 1. allgemein zur Bedeutung: Έχουμε [...] επίθετα [...], τα οποία [...] χρησιμοποιούνται – συχνότατα – με λανθασμένη έννοια. Αυτό,...
- ΑΠΟΧΡΩΣΗ, η...απόχρωση, η • [...], που ανάλογα με την περίσταση παίρνει μια απόχρωση δραματικότητας ή και υπεροψίας ° […],...
- ΑΠΟΨΕ...απόψε • Οριστικά αποφασίστηκε γι’ απόψε στις δύο και τέταρτο. ° Sie [die militärische Großoffensive] ist nun endgültig auf heute Nacht, Viertel nach zwei,...
- ΑΠΟΨΗ, η...άποψη, η 1. [allgemein]: • Παραδέχομαι πως αυτή είναι μια άλλη άποψη για το ίδιο έργο. ° Ich gebe zu, dies [sc. das,...
- ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ, -η, -ο...απρόσιτος, -η, -ο • Μπορούσες να την αγαπήσεις, να τη θαυμάσεις από μακριά, αλλά όχι και να την πλησιάσεις. Αυτό μου άρεσε....
Nachher:
- ΑΠΤΟΗΤΟΣ, -η, -ο...απτόητος, -η, -ο • Ο σερβοβοσνιακός στρατός, απτόητος από το βομβαρδισμό αρμάτων του από αεροσκάφη του NATO, κατέλαβε την Σρεμπρένιτσα....
- ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ, τα...απωθημένα, τα βγάζω τα απωθημένα μου: εκφράζω όλες τις κρυφές απογοητεύσεις μου, δυσαρέσκειές μου, έχθρες μου, ορέξεις μου κτλ....
- ΑΡΑΓΕ...άραγε • Τι να είχε απογίνει άραγε; Ίσως ζούσε ακόμη! Was war wohl aus ihm [sc. diesem Mann] geworden? Vielleicht lebte er noch! [DF+GF aus: Menasse:...
- ΑΡΑΖΩ...αράζω • Προς τι όλα τούτα τα ταξίδια; Γιατί να μην μπορεί ν’ αράξει κι αυτός; ° Wozu all diese Reisen?...
- ΑΡΑΛΙΚΙ, το...αραλίκι, το • Μια βόλτα στο Κολωνάκι δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση....
- ΑΡΑΠΗΣ, ο / ΑΡΑΠΙΝΑ, η...αράπης, ο / αραπίνα, η 1) ο αράπης (Pl.: οι αράπηδες [bzw.] οι αραπάδες): • τον αράπη κι αν τον πλένεις,...
- ΑΡΑΧΝΗ, η...αράχνη, η οι αράχνες: bedeutet nicht nur "die Spinnen", sondern auch: die Spinnweben [s. dazu: Κ. Μουρσελάς: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, S. 178, 5. bis 9. Z. des 2....
- ΑΡΓΑ...αργά • αργά-αργά ° gemächlich [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΑΡΓΩ...αργώ (-είς) • Δεν ήμουνα όμορφη [,] γι’ αυτό άργησα να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Ich [weibl.] war keine Schönheit,...