αργώ (-είς)
• Δεν ήμουνα όμορφη [,] γι’ αυτό άργησα να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. |
Ich [weibl.] war keine Schönheit, deshalb habe ich erst spät geheiratet und Kinder bekommen. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• άργησε πολύ κι αυτός ως παιδί να μιλήσει |
auch er hat als Kind (sehr) lange gebraucht, (um) zu sprechen (= bis er sprechen konnte) / auch er hat als Kind erst sehr spät gesprochen (zu sprechen angefangen) |
• γι’ αυτό κι άργησε ν’ ακούσει τις φωνές που ερχόντουσαν από την Γκόλντεν Στρητ |
deshalb hörte er auch erst später [iS von: nicht gleich / nicht sofort] die Stimmen aus der Golden Street [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Εδώ στο Κάιρο αργούμε να μάθουμε τις εξελίξεις στον πολιτισμένο κόσμο. |
Hier in Kairo [um das Jahr 1880] erfahren wir die Entwicklungen [in] der kultivierten Welt mit Verspätung. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Η Ιουλία [...] θ’ αργούσε μάλλον να χάσει την δικιά της. |
Ioulía […] sollte ihre Sianka [= την σιάνκα (eine Art Alpdruck in der Kindheit)] recht spät [sc. erst in eher fortgeschrittenem Alter] verlieren. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Μα όταν εκείνος αργούσε να φανεί, πήγαινε η Λιλή και τον έβρισκε στο βουνό. |
Wenn aber Gabríl [wörtl.: er] zu lange auf sich warten ließ [sc. mit dem (üblichen) Besuch bei seiner Schwester Lilí im Dorf], ging Lilí auf den Berg [auf dem er lebte], um ihn aufzusuchen. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Ο Πακαλάκου άργησε λίγο ν’ απαντήσει. Ύστερα είπε: "[...]". |
Pakalákou antwortete nicht sofort. Dann sagte er: "[…]". [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Δεν άργησα να καταλάβω το γιατί. |
Ich merkte bald, warum [sc.: warum das so gemacht worden war]. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Το μπουκάλι με το κρασί δεν άργησε να αδειάσει, [...] |
Die Weinflasche war bald geleert [= ausgetrunken], […] [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] |
• Εκείνα βέβαια δεν άργησαν να φανούν πως ήταν βαλσαμωμένα. |
Diese freilich [sc. die Vögel (= τα πουλιά), die aufgereiht auf dem Tisch standen] entpuppten sich bald als ausgestopft, einbalsamiert. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
Weitere Wörter:
- ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ, -η, -ο...απρόσιτος, -η, -ο • Μπορούσες να την αγαπήσεις, να τη θαυμάσεις από μακριά, αλλά όχι και να την πλησιάσεις. Αυτό μου άρεσε....
- ΑΠΡΟΧΩΡΗΤΟ, το...απροχώρητο, το • Η κατάσταση έχει φθάσει / έφθασε στο απροχώρητο.* ° ~Die Situation ist nicht mehr tragbar....
- ΑΠΤΟΗΤΟΣ, -η, -ο...απτόητος, -η, -ο • Ο σερβοβοσνιακός στρατός, απτόητος από το βομβαρδισμό αρμάτων του από αεροσκάφη του NATO, κατέλαβε την Σρεμπρένιτσα....
- ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ, τα...απωθημένα, τα βγάζω τα απωθημένα μου: εκφράζω όλες τις κρυφές απογοητεύσεις μου, δυσαρέσκειές μου, έχθρες μου, ορέξεις μου κτλ....
- ΑΡΑΓΕ...άραγε • Τι να είχε απογίνει άραγε; Ίσως ζούσε ακόμη! Was war wohl aus ihm [sc. diesem Mann] geworden? Vielleicht lebte er noch! [DF+GF aus: Menasse:...
- ΑΡΑΖΩ...αράζω • Προς τι όλα τούτα τα ταξίδια; Γιατί να μην μπορεί ν’ αράξει κι αυτός; ° Wozu all diese Reisen?...
- ΑΡΑΛΙΚΙ, το...αραλίκι, το • Μια βόλτα στο Κολωνάκι δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση....
- ΑΡΑΠΗΣ, ο / ΑΡΑΠΙΝΑ, η...αράπης, ο / αραπίνα, η 1) ο αράπης (Pl.: οι αράπηδες [bzw.] οι αραπάδες): • τον αράπη κι αν τον πλένεις,...
- ΑΡΑΧΝΗ, η...αράχνη, η οι αράχνες: bedeutet nicht nur "die Spinnen", sondern auch: die Spinnweben [s. dazu: Κ. Μουρσελάς: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, S. 178, 5. bis 9. Z. des 2....
- ΑΡΓΑ...αργά • αργά-αργά ° gemächlich [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΑΡΕΣΩ...αρέσω • Σ’ όποιον αρέσω. ° Es ist mir egal, ob ich gefalle. [GF+DF aus: Βαμμ.] • "Σ’ όποιον αρέσουμε / για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε" [Λ. Νικολακοπούλου:...
- ΑΡΙΘΜΟΣ, ο...αριθμός, ο Zum Verhältnis der Begriffe "αριθμός" und "νούμερο": vgl. Μάνεσης, S. 63: Για λόγους αισθητικής και κομψότητας,...
- ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αριστοκρατικός, -ή, -ό 1) aristokratisch 2) nobel, vornehm, edel:...
- ΑΡΚΩ [bzw.] ΑΡΚΕΙ...αρκώ (-είς) [bzw.] αρκεί 1. Grundbedeutung: genügen, ausreichen 2. αρκεί να: • Παθιαζόταν με τις λεπτομέρειες....
- ΑΡΜΕΝΑΚΙ, το...Αρμενάκι, το • τα Αρμενάκια ° die [zwei] jungen Armenier [bzw. (synonym):] • τα Αρμενόπουλα ° die [zwei] Armenierjungen [GF+DF jeweils aus: Σωτηρίου:...
- ΑΡΜΥΡΙΚΙ, το [bzw.] ΑΛΜΥΡΙΚΙ, το...αρμυρίκι, το [bzw.] αλμυρίκι, το = die Tamariske [Pflanzenart] [vgl. griech. und deutsche Wikipedia] BSe: • [...]· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα,...
- ΑΡΝΟΥΜΑΙ [bzw.] ΑΡΝΙΕΜΑΙ...αρνούμαι [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: αρνιέμαι 1. Grundbedeutungen: a) ablehnen / zurückweisen: • Ο Πέτρος αρνήθηκε το τσάι που του πρόσφερε η Μαρία....
- ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ...άρπα-κόλλα (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: άρπα κόλλα) 1. Worttyp: undeklinierbares Substantiv (so Mackridge, S. 326: το άρπα-κόλλα, und ΛΜΠ: η άρπα-κόλλα) bzw....
- ΑΡΧΗ, η...αρχή, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. από την αρχή 3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν 3.2. κατ’ αρχάς 4. ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής: s....