αρκώ (-είς) [bzw.] αρκεί
1. Grundbedeutung: genügen, ausreichen
2. αρκεί να:
• Παθιαζόταν με τις λεπτομέρειες. Αρκεί να προσέξεις πώς διαλέχτηκαν οι κορνίζες των φωτογραφιών κι όλα τ’ άλλα αντικείμενα [...] |
Sie besaß eine Leidenschaft für Details. Man muss nur darauf achten [iS von: das sieht man schon daran], wie die Fotorähmchen und all die anderen Gegenstände [in ihrer Wohnung] ausgewählt sind, […] [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Όμως αποφάσισαν [...] να πάνε όσο γίνεται πιο μακριά. Αν είναι δυνατόν κοντά στο Θεό, στην άγρια φύση με τ’ άγρια θηρία, αρκεί να μη συναντήσουν άνθρωπο. |
[...], [sie] beschlossen aber, so weit wie nur möglich zu fliehen. Am liebsten wollten sie in die Nähe Gottes, sie wollten in der Wildnis bleiben, nahe den wilden Tieren, nur weit weg von den Menschen. |
• ήταν έτοιμη να του δώσει ό,τι βαστούσε στα χέρια της, ό,τι ακόμα της ζητούσε με τα καπρίτσια του, αρκεί να της έλεγε κάτι καθαρότερα [...] |
[sie] war im Begriff, ihm das zu geben, was sie in den Händen hielt, war bereit, ihm alles zu gewähren, was er durch sein merkwürdiges Verhalten angedeutet haben könnte [wörtl.: noch von ihr verlangte], wenn er ihr nur deutlicher […] das sagte [= sagen würde], worauf [wörtl.: etwas sagte] […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
3. αρκούμαι ° sich begnügen (mit / σε):
• Η Άννα παρήγγειλε μια τεράστια μερίδα παγωτό, ενώ εγώ αρκέστηκα σε μια κόκα κόλα λάιτ. ° Anna bestellte (sich) eine Riesenportion Eis, während ich mich mit einem (Coca‑)Cola light begnügte.
Weitere Wörter:
- ΑΡΑΓΕ...άραγε • Τι να είχε απογίνει άραγε; Ίσως ζούσε ακόμη! Was war wohl aus ihm [sc. diesem Mann] geworden? Vielleicht lebte er noch! [DF+GF aus: Menasse:...
- ΑΡΑΖΩ...αράζω • Προς τι όλα τούτα τα ταξίδια; Γιατί να μην μπορεί ν’ αράξει κι αυτός; ° Wozu all diese Reisen?...
- ΑΡΑΛΙΚΙ, το...αραλίκι, το • Μια βόλτα στο Κολωνάκι δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση....
- ΑΡΑΠΗΣ, ο / ΑΡΑΠΙΝΑ, η...αράπης, ο / αραπίνα, η 1) ο αράπης (Pl.: οι αράπηδες [bzw.] οι αραπάδες): • τον αράπη κι αν τον πλένεις,...
- ΑΡΑΧΝΗ, η...αράχνη, η οι αράχνες: bedeutet nicht nur "die Spinnen", sondern auch: die Spinnweben [s. dazu: Κ. Μουρσελάς: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, S. 178, 5. bis 9. Z. des 2....
- ΑΡΓΑ...αργά • αργά-αργά ° gemächlich [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΑΡΓΩ...αργώ (-είς) • Δεν ήμουνα όμορφη [,] γι’ αυτό άργησα να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Ich [weibl.] war keine Schönheit,...
- ΑΡΕΣΩ...αρέσω • Σ’ όποιον αρέσω. ° Es ist mir egal, ob ich gefalle. [GF+DF aus: Βαμμ.] • "Σ’ όποιον αρέσουμε / για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε" [Λ. Νικολακοπούλου:...
- ΑΡΙΘΜΟΣ, ο...αριθμός, ο Zum Verhältnis der Begriffe "αριθμός" und "νούμερο": vgl. Μάνεσης, S. 63: Για λόγους αισθητικής και κομψότητας,...
- ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αριστοκρατικός, -ή, -ό 1) aristokratisch 2) nobel, vornehm, edel:...
- ΑΡΜΕΝΑΚΙ, το...Αρμενάκι, το • τα Αρμενάκια ° die [zwei] jungen Armenier [bzw. (synonym):] • τα Αρμενόπουλα ° die [zwei] Armenierjungen [GF+DF jeweils aus: Σωτηρίου:...
- ΑΡΜΥΡΙΚΙ, το [bzw.] ΑΛΜΥΡΙΚΙ, το...αρμυρίκι, το [bzw.] αλμυρίκι, το = die Tamariske [Pflanzenart] [vgl. griech. und deutsche Wikipedia] BSe: • [...]· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα,...
- ΑΡΝΟΥΜΑΙ [bzw.] ΑΡΝΙΕΜΑΙ...αρνούμαι [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: αρνιέμαι 1. Grundbedeutungen: a) ablehnen / zurückweisen: • Ο Πέτρος αρνήθηκε το τσάι που του πρόσφερε η Μαρία....
- ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ...άρπα-κόλλα (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: άρπα κόλλα) 1. Worttyp: undeklinierbares Substantiv (so Mackridge, S. 326: το άρπα-κόλλα, und ΛΜΠ: η άρπα-κόλλα) bzw....
- ΑΡΧΗ, η...αρχή, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. από την αρχή 3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν 3.2. κατ’ αρχάς 4. ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής: s....
- ΑΡΧΗΓΙΛΙΚΙ, το...αρχηγιλίκι, το = the post of leader [Mackridge, S. 321] // (λαϊκ.) το να είναι κανείς αρχηγός, η αρχηγία [ΛΜΠ] // (προφ....
- ΑΡΧΗΤΕΡΑ...αρχήτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΙΖΩ...αρχίζω 1.1. Grundbedeutung: anfangen, beginnen 1.2. Umschreibungen für die Ausdrücke "anfangen" / "beginnen":...
- ΑΡΧΙΤΕΡΑ...αρχίτερα s. αρχύτερα ...