αρχή, η


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. από την αρχή

3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν

3.2. κατ’ αρχάς

4. ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής: s. unter ευθύς (Adverb)


1. Grundbedeutungen:

a) der Anfang (der Beginn)

b) das Prinzip

c) die Behörde


2. από την αρχή:

a) von Anfang an [iS von: schon immer]:

• φαίνεται ότι με αντιπάθησε από την αρχή  °  es scheint, dass er mich von Anfang an nicht mochte (nicht leiden konnte)

b) (wieder) neu [iS: wieder von vorne (beginnend), neuerlich]:

• [...], που έπρεπε  [...] να δένει από την αρχή τα κορδόνια του  °  […], der [...] seine Schnür­senkel wieder ganz neu binden musste   [GF+DF aus: Όσες φορές]

• Ο κόσμος δημιουργείται απ’ την αρχή χωρίς καν να γίνει στάχτη!  °  Die Welt wird [infolge der Revolution] wieder neu erschaffen, ohne zu Asche zu werden!   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν:

a) Bedeutung:

στα βασικά σημεία / κατά βάση  (= im Prinzip / grundsätzlich [etc.])  

Beachte: Nach über­wie­gender Meinung falsch ist die Verwendung in der Bedeutung: στην αρχή / πρώτα / αρχικά  (= zu Beginn, zunächst) 

[vgl. etwa Παπαζαφείρη 1, S. 79, bzw. ΧΖαμπούνης: Savoir vivre, S. 198] 

[ebenso Μάνεσης, S. 72]:

Συγχέεται [...] η έκφραση "κατ’ αρχήν" με την "κατ’ αρχάς": η πρώτη σημαίνει όμως "βασικά", "στα κύρια σημεία" (en principe, γαλλικά), ενώ μόνον η δεύτερη σημαίνει "εν πρώτοις", "αρχικά".

Anm.: Ε. Μαρινόπουλος: 100 γλωσσικά θέματα, S. 138 ff., hält die Verwendung in der Bedeutung "στην αρχή / πρώτα / αρχικά" hinge­gen für zulässig – unge­achtet dessen, dass auch er festhält, dass "κατ’ αρχήν" in der Juristensprache die Bedeutung hat: "κατά βάσιν / κατά γενικόν κανόνα".

BS:

• Τα επιρρήματα στη δημοτική γλώσσα λήγουν κατ’ αρχήν σε "-α", πολλά όμως λήγουν, κατά τον λόγιο τύπο, σε "-ως", ενώ άλλα χρησιμοποιούνται και με τους δύο τύπους.

=

Die Adverbien in der Dimotiki(-Sprache) enden grundsätzlich (im Prinzip / prinzipiell / im Allge­mei­nen) auf "-α", viele enden aber, entsprechend der Katharevousa-Form [wörtl.: der ge­lehr­ten Form], auf "-ως", während andere mit (= in) beiden Formen verwendet wer­den.  [GF: ΑΜάνεσηςΗ νεοελληνική γλώσσα στη νομική επιστήμη]

b) Schreibweise:

• Lt. Μάνεσης sollte nur die Schreibweise "κατ’ αρχήν" (nicht: "καταρχήν") verwendet werden (vgl. S 58 und 59).

• Anderer Meinung Α. Παππάς (Υπο-γλώσσια Β', S 97): " 'εξάλλου', 'εξίσου', 'εντέλει', 'κατεξοχήν', 'καταρχήν', κ.ά., δεν γράφονται στη δημοτική με δύο λέξεις, αλλά με μία". 


3.2. κατ’ αρχάς  °  στην αρχή, αρχικά  [ΛΚΝ]  //  πρώτα πρώτα, αρχικά  [ΛΜΠ]  //  zu Beginn, zunächst (einmal), ur­sprüng­lich

[Anm.: κατ’ αρχάς ist zu unterscheiden von κατ’ αρχήν / καταρχήν (s. dazu näher oben, Z 3.1)]

BS:

• Κατ’ αρχάς δημιουργήθηκε μεταξύ τους μια συμπάθεια που εξελίχθηκε σύντομα σε δυνατή φιλία.  °  Zunächst (einmal) (Zu Beginn / ursprünglich) entstand zwischen ihnen eine Sympathie, die sich bald zu einer engen [wörtl.: starken] Freundschaft entwickelte.   [DF: Eigenübersetzung]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΡΓΑ...αργά • αργά-αργά ° gemächlich [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΑΡΓΩ...αργώ (-είς) • Δεν ήμουνα όμορφη [,] γι’ αυτό άργησα να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Ich [weibl.] war keine Schönheit,...
  • ΑΡΕΣΩ...αρέσω • Σ’ όποιον αρέσω. ° Es ist mir egal, ob ich gefalle. [GF+DF aus: Βαμμ.] • "Σ’ όποιον αρέσουμε / για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε" [Λ. Νικολακοπούλου:...
  • ΑΡΙΘΜΟΣ, ο...αριθμός, ο Zum Verhältnis der Begriffe "αριθμός" und "νούμερο": vgl. Μάνεσης, S. 63: Για λόγους αισθητικής και κομψότητας,...
  • ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αριστοκρατικός, -ή, -ό 1) aristokratisch 2) nobel, vornehm, edel:...
  • ΑΡΚΩ [bzw.] ΑΡΚΕΙ...αρκώ (-είς) [bzw.] αρκεί 1. Grundbedeutung: genügen, ausreichen 2. αρκεί να: • Παθιαζόταν με τις λεπτομέρειες....
  • ΑΡΜΕΝΑΚΙ, το...Αρμενάκι, το • τα Αρμενάκια ° die [zwei] jungen Armenier [bzw. (synonym):] • τα Αρμενόπουλα ° die [zwei] Armenierjungen [GF+DF jeweils aus: Σωτηρίου:...
  • ΑΡΜΥΡΙΚΙ, το [bzw.] ΑΛΜΥΡΙΚΙ, το...αρμυρίκι, το [bzw.] αλμυρίκι, το = die Tamariske [Pflanzenart] [vgl. griech. und deutsche Wikipedia] BSe: • [...]· κάπου κάπου ένα αρμυρίκι, μια τούφα βούρλα,...
  • ΑΡΝΟΥΜΑΙ [bzw.] ΑΡΝΙΕΜΑΙ...αρνούμαι [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: αρνιέμαι 1. Grundbedeutungen: a) ablehnen / zurückweisen: • Ο Πέτρος αρνήθηκε το τσάι που του πρόσφερε η Μαρία....
  • ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ...άρπα-κόλλα (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: άρπα κόλλα) 1. Worttyp: undeklinierbares Substantiv (so Mackridge, S. 326: το άρπα-κόλλα, und ΛΜΠ: η άρπα-κόλλα) bzw....
Nachher:
  • ΑΡΧΗΓΙΛΙΚΙ, το...αρχηγιλίκι, το = the post of leader [Mackridge, S. 321] // (λαϊκ.) το να είναι κανείς αρχηγός, η αρχηγία [ΛΜΠ] // (προφ....
  • ΑΡΧΗΤΕΡΑ...αρχήτερα s. αρχύτερα ...
  • ΑΡΧΙΖΩ...αρχίζω 1.1. Grundbedeutung: anfangen, beginnen 1.2. Umschreibungen für die Ausdrücke "anfangen" / "beginnen":...
  • ΑΡΧΙΤΕΡΑ...αρχίτερα s. αρχύτερα ...
  • ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, το...αρχονταρίκι, το = der Empfangsraum [und zwar eines Klosters] [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] ...
  • ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αρχοντικός, -ή, -ό • το σπίτι [...] ήταν μεγάλο κι επιβλητικό, "αρχοντικό" θα το λέγανε σήμερα οι τουρίστες των επαρχιών ° das Haus [......
  • ΑΡΧΥΤΕΡΑ...αρχύτερα [επίρρημα] = πιο πριν, πιο μπροστά, πρωτύτερα [ΛΜΠ] // (λαϊκότρ.) νωρίτερα [ΛΚΝ] // so schnell wie möglich [Μουρσελάς: Βαμμ.] κυρίως στη φράση:...
  • ΑΡΩΤΩ...αρωτώ (-άς) = ρωτώ [s. zB. Σακελλαρίου] π.χ.: • [...] και δε σ’ αρώτησα πούθε είσαι ° […] und so habe ich [dich] noch nicht gefragt, woher du kommst [GF+DF aus:...
  • ΑΣ...ας Übersicht: 1. [allgemein]: a) zum Ausdruck eines Wunsches (bzw. Sehnens); einer Empfehlung bzw. Ermunte­rung etc....