αρωτώ (-άς)
= ρωτώ [s. zB. Σακελλαρίου]
π.χ.:
• [...] και δε σ’ αρώτησα πούθε είσαι ° […] und so habe ich [dich] noch nicht gefragt, woher du kommst [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
• "Τις μυγδαλιές αρώτησα / ωχ αμάν αμάν αμάναμ / ποιο άσπρο είν’ το πιο άσπρο" [Λ. Παπαδόπουλος: τραγούδι "Αμάναμ"]
• Τι να μ’ αρωτήσει, ρε, εμένα; [Μ. Λουντέμης: Ο Γολγοθάς μιας ελπίδας, σ. 180]
• Τώρα, αρώτα το Σιακαβέλα. [Μ. Λουντέμης: Ο Γολγοθάς μιας ελπίδας, σ. 180]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΡΝΟΥΜΑΙ [bzw.] ΑΡΝΙΕΜΑΙ...αρνούμαι [bzw. (lt. ΛΜΠ alltagssprachlich)]: αρνιέμαι 1. Grundbedeutungen: a) ablehnen / zurückweisen: • Ο Πέτρος αρνήθηκε το τσάι που του πρόσφερε η Μαρία....
- ΑΡΠΑ-ΚΟΛΛΑ...άρπα-κόλλα (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: άρπα κόλλα) 1. Worttyp: undeklinierbares Substantiv (so Mackridge, S. 326: το άρπα-κόλλα, und ΛΜΠ: η άρπα-κόλλα) bzw....
- ΑΡΧΗ, η...αρχή, η Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. από την αρχή 3.1. κατ’ αρχήν [bzw.] καταρχήν 3.2. κατ’ αρχάς 4. ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής: s....
- ΑΡΧΗΓΙΛΙΚΙ, το...αρχηγιλίκι, το = the post of leader [Mackridge, S. 321] // (λαϊκ.) το να είναι κανείς αρχηγός, η αρχηγία [ΛΜΠ] // (προφ....
- ΑΡΧΗΤΕΡΑ...αρχήτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΙΖΩ...αρχίζω 1.1. Grundbedeutung: anfangen, beginnen 1.2. Umschreibungen für die Ausdrücke "anfangen" / "beginnen":...
- ΑΡΧΙΤΕΡΑ...αρχίτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, το...αρχονταρίκι, το = der Empfangsraum [und zwar eines Klosters] [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] ...
- ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αρχοντικός, -ή, -ό • το σπίτι [...] ήταν μεγάλο κι επιβλητικό, "αρχοντικό" θα το λέγανε σήμερα οι τουρίστες των επαρχιών ° das Haus [......
- ΑΡΧΥΤΕΡΑ...αρχύτερα [επίρρημα] = πιο πριν, πιο μπροστά, πρωτύτερα [ΛΜΠ] // (λαϊκότρ.) νωρίτερα [ΛΚΝ] // so schnell wie möglich [Μουρσελάς: Βαμμ.] κυρίως στη φράση:...
Nachher:
- ΑΣ...ας Übersicht: 1. [allgemein]: a) zum Ausdruck eines Wunsches (bzw. Sehnens); einer Empfehlung bzw. Ermunterung etc....
- ΑΣΕ...άσε s. unter αφήνω ...
- ΑΣΕΤΥΛΙΝΗ, η [bzw.] ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ, η...ασετυλίνη, η [bzw.] ασετιλίνη,...
- ΑΣΗΚΩΤΟΣ, -η, -ο...ασήκωτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Όταν πηγαίναμε ύστερα στις κάμαρες, τις βρίσκαμε παγωμένες και μπαίναμε κάτω από τις χοντρές βελέντζες, τις ασήκωτες,...
- ΑΣΗΜΙ...ασημί [Neutrum] = silbern / silbrig [als Farbe] ...
- ΑΣΙΚΗΣ, ο...ασίκης, ο • Και κείνος έτσι μεγαλείο είναι. Αψηλόσωμος, μουστακαλής, ασίκης, μεγαλοκαμωμένος. ° Jener [sc....
- ΑΣΙΚΙΚΟΣ, -η, -ο...ασίκικος, -η, -ο • βάλαμε στο κεφάλι, ασίκικα γερτό προς τ’ αυτί,...
- ΑΣΟΔΥΟ, το...ασόδυο, το (bzw. ασσόδυο, το) ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει ένα και το άλλο δύο [ΛΚΝ (mit der Schreibweise ασόδυο)] π.χ.: • Έφερα ένα ασόδυο....
- ΑΣΟΡΤΙ...ασορτί • Όταν καλοκαίριαζε, η δασκάλα των γερμανικών μου φορούσε κόκκινα γάντια, πλεγμένα με βελονάκι, και ασορτί κραγιόν. Wenn es Sommer wurde,...