ασημί [Neutrum]
= silbern / silbrig [als Farbe]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΡΧΙΖΩ...αρχίζω 1.1. Grundbedeutung: anfangen, beginnen 1.2. Umschreibungen für die Ausdrücke "anfangen" / "beginnen":...
- ΑΡΧΙΤΕΡΑ...αρχίτερα s. αρχύτερα ...
- ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ, το...αρχονταρίκι, το = der Empfangsraum [und zwar eines Klosters] [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] ...
- ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αρχοντικός, -ή, -ό • το σπίτι [...] ήταν μεγάλο κι επιβλητικό, "αρχοντικό" θα το λέγανε σήμερα οι τουρίστες των επαρχιών ° das Haus [......
- ΑΡΧΥΤΕΡΑ...αρχύτερα [επίρρημα] = πιο πριν, πιο μπροστά, πρωτύτερα [ΛΜΠ] // (λαϊκότρ.) νωρίτερα [ΛΚΝ] // so schnell wie möglich [Μουρσελάς: Βαμμ.] κυρίως στη φράση:...
- ΑΡΩΤΩ...αρωτώ (-άς) = ρωτώ [s. zB. Σακελλαρίου] π.χ.: • [...] και δε σ’ αρώτησα πούθε είσαι ° […] und so habe ich [dich] noch nicht gefragt, woher du kommst [GF+DF aus:...
- ΑΣ...ας Übersicht: 1. [allgemein]: a) zum Ausdruck eines Wunsches (bzw. Sehnens); einer Empfehlung bzw. Ermunterung etc....
- ΑΣΕ...άσε s. unter αφήνω ...
- ΑΣΕΤΥΛΙΝΗ, η [bzw.] ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ, η...ασετυλίνη, η [bzw.] ασετιλίνη,...
- ΑΣΗΚΩΤΟΣ, -η, -ο...ασήκωτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Όταν πηγαίναμε ύστερα στις κάμαρες, τις βρίσκαμε παγωμένες και μπαίναμε κάτω από τις χοντρές βελέντζες, τις ασήκωτες,...
Nachher:
- ΑΣΙΚΗΣ, ο...ασίκης, ο • Και κείνος έτσι μεγαλείο είναι. Αψηλόσωμος, μουστακαλής, ασίκης, μεγαλοκαμωμένος. ° Jener [sc....
- ΑΣΙΚΙΚΟΣ, -η, -ο...ασίκικος, -η, -ο • βάλαμε στο κεφάλι, ασίκικα γερτό προς τ’ αυτί,...
- ΑΣΟΔΥΟ, το...ασόδυο, το (bzw. ασσόδυο, το) ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει ένα και το άλλο δύο [ΛΚΝ (mit der Schreibweise ασόδυο)] π.χ.: • Έφερα ένα ασόδυο....
- ΑΣΟΡΤΙ...ασορτί • Όταν καλοκαίριαζε, η δασκάλα των γερμανικών μου φορούσε κόκκινα γάντια, πλεγμένα με βελονάκι, και ασορτί κραγιόν. Wenn es Sommer wurde,...
- ΑΣΟΣ, ο...άσος, ο (bzw. άσσος, ο) 1. Grundbedeutung: das As [Spielkarte; metaphorisch für einen Menschen,...
- ΑΣΠΡΗ, η...άσπρη, η = η ηρωίνη [ναρκωτικό] [ΛΔΑ, σ. 26 + σ. 48 // ΛΚΡ // ΛΚΝ] ...
- ΑΣΠΡΟΣ, -η, -ο...άσπρος, -η ,-ο 1. άσπρη μέρα: χαρούμενη και ευτυχισμένη στιγμή [ΛΜΠ] π.χ.: • από τότε που χάσαμε τον πατέρα μας,...
- ΑΣΣΟΔΥΟ, το...ασσόδυο, το s. ασόδυο, το ...
- ΑΣΣΟΣ, ο...άσσος, ο s. άσος, ο ...