άσπρος, -η ,-ο


1. άσπρη μέρα: χαρούμενη και ευτυχισμένη στιγμή  [ΛΜΠ]

π.χ.:

• από τότε που χάσαμε τον πατέρα μας, δεν είδαμε άσπρη μέρα  [ΛΜΠ]

[zur Herkunft des Ausdrucks s. Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 11]


2. δίνω άσπρη κόλλα: s. unter κόλλα, η (Z 3)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΣΕ...άσε s. unter αφήνω ...
  • ΑΣΕΤΥΛΙΝΗ, η [bzw.] ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ, η...ασετυλίνη, η [bzw.] ασετιλίνη,...
  • ΑΣΗΚΩΤΟΣ, -η, -ο...ασήκωτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Όταν πηγαίναμε ύστερα στις κάμαρες, τις βρίσκαμε παγωμένες και μπαίναμε κάτω από τις χοντρές βελέντζες, τις ασήκωτες,...
  • ΑΣΗΜΙ...ασημί [Neutrum] = silbern / silbrig [als Farbe] ...
  • ΑΣΙΚΗΣ, ο...ασίκης, ο • Και κείνος έτσι μεγαλείο είναι. Αψηλόσωμος, μουστακαλής, ασίκης, μεγαλοκαμωμένος. ° Jener [sc....
  • ΑΣΙΚΙΚΟΣ, -η, -ο...ασίκικος, -η, -ο • βάλαμε στο κεφάλι, ασίκικα γερτό προς τ’ αυτί,...
  • ΑΣΟΔΥΟ, το...ασόδυο, το (bzw. ασσόδυο, το) ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει ένα και το άλλο δύο [ΛΚΝ (mit der Schreibweise ασόδυο)] π.χ.: • Έφερα ένα ασόδυο....
  • ΑΣΟΡΤΙ...ασορτί • Όταν καλοκαίριαζε, η δασκάλα των γερμανικών μου φορούσε κόκκινα γάντια, πλεγμένα με βελονάκι, και ασορτί κραγιόν. Wenn es Sommer wurde,...
  • ΑΣΟΣ, ο...άσος, ο (bzw. άσσος, ο) 1. Grundbedeutung: das As [Spielkarte; metaphorisch für einen Menschen,...
  • ΑΣΠΡΗ, η...άσπρη, η = η ηρωίνη [ναρκωτικό] [ΛΔΑ, σ. 26 + σ. 48 // ΛΚΡ // ΛΚΝ] ...
Nachher:
  • ΑΣΣΟΔΥΟ, το...ασσόδυο, το s. ασόδυο, το ...
  • ΑΣΣΟΣ, ο...άσσος, ο s. άσος, ο ...
  • ΑΣΤΕΡΙ, το...αστέρι, το • Ένα αστέρι ξεκόλλησε ξαφνικά απ’ τον ουρανό και πήγε και έπεσε πίσω απ’ το βουνό. "Έπεσε ένα αστέρι", σιγοψιθύρισε ο δάσκαλος. "Κάνε, κυρ Αλέκο,...
  • ΑΣΤΡΑΠΗ, η...αστραπή, η 1. Grundbedeutung: der Blitz 2. έγινε αστραπή: Το φαινόμενο της αστραπής είναι ακαριαίο....
  • ΑΣΤΡΑΠΟΒΡΟΝΤΑ, τα...αστραπόβροντα, τα = das Gewitter ("das Donnern und Blitzen") π.χ.: • "Καλύτερα γεράματα παρά αυτά τα νιάτα / γεμάτα απ’ αστραπόβροντα κι από καημούς γεμάτα." [Λ....
  • ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυγκράτητος, -η, -ο • Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο θείος Νικόλαος ήταν ασυγκράτητος:...
  • ΑΣΥΝΑΙΣΘΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυναίσθητος, -η, -ο [Anm.: ασυναίσθητος ist zu unterscheiden von αναίσθητος (= bewusstlos; ge­fühllos)!] = unwillkürlich / unbewusst:...
  • ΑΣΥΝΑΡΤΗΣΙΑ, η...ασυναρτησία, η • Ήταν ένα γράμμα ασυνάρτητο, αλλά ο Βάγκαλης καταλάβαινε την ασυναρτησία περισσότερο απ’ τη λογική. ° Es war ein wirrer Brief, aber Vágalis [sc....
  • ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυνάρτητος, -η, -ο • Ήταν ένα γράμμα ασυνάρτητο, αλλά ο Βάγκαλης καταλάβαινε την ασυναρτησία περισσότερο απ’ τη λογική. ° Es war ein wirrer Brief,...