ασυναίσθητος, -η, -ο
[Anm.: ασυναίσθητος ist zu unterscheiden von αναίσθητος (= bewusstlos; gefühllos)!]
= unwillkürlich / unbewusst:
• Ασυναίσθητα αυτός άπλωσε το χέρι του και [...] ° Unwillkürlich streckte er die Hand aus und […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• Ασυναίσθητα, το χέρι του άνοιξε και το χαρτονόμισμα του ξέφυγε. ° Unwillkürlich öffnete sich seine Hand, und die Banknote entsank ihr. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel]
• Η Λία χαμογέλασε ασυναίσθητα. ° Lia lächelte unbewusst. [als der Arzt das Zimmer betrat] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΣΟΡΤΙ...ασορτί • Όταν καλοκαίριαζε, η δασκάλα των γερμανικών μου φορούσε κόκκινα γάντια, πλεγμένα με βελονάκι, και ασορτί κραγιόν. Wenn es Sommer wurde,...
- ΑΣΟΣ, ο...άσος, ο (bzw. άσσος, ο) 1. Grundbedeutung: das As [Spielkarte; metaphorisch für einen Menschen,...
- ΑΣΠΡΗ, η...άσπρη, η = η ηρωίνη [ναρκωτικό] [ΛΔΑ, σ. 26 + σ. 48 // ΛΚΡ // ΛΚΝ] ...
- ΑΣΠΡΟΣ, -η, -ο...άσπρος, -η ,-ο 1. άσπρη μέρα: χαρούμενη και ευτυχισμένη στιγμή [ΛΜΠ] π.χ.: • από τότε που χάσαμε τον πατέρα μας,...
- ΑΣΣΟΔΥΟ, το...ασσόδυο, το s. ασόδυο, το ...
- ΑΣΣΟΣ, ο...άσσος, ο s. άσος, ο ...
- ΑΣΤΕΡΙ, το...αστέρι, το • Ένα αστέρι ξεκόλλησε ξαφνικά απ’ τον ουρανό και πήγε και έπεσε πίσω απ’ το βουνό. "Έπεσε ένα αστέρι", σιγοψιθύρισε ο δάσκαλος. "Κάνε, κυρ Αλέκο,...
- ΑΣΤΡΑΠΗ, η...αστραπή, η 1. Grundbedeutung: der Blitz 2. έγινε αστραπή: Το φαινόμενο της αστραπής είναι ακαριαίο....
- ΑΣΤΡΑΠΟΒΡΟΝΤΑ, τα...αστραπόβροντα, τα = das Gewitter ("das Donnern und Blitzen") π.χ.: • "Καλύτερα γεράματα παρά αυτά τα νιάτα / γεμάτα απ’ αστραπόβροντα κι από καημούς γεμάτα." [Λ....
- ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυγκράτητος, -η, -ο • Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο θείος Νικόλαος ήταν ασυγκράτητος:...
Nachher:
- ΑΣΥΝΑΡΤΗΣΙΑ, η...ασυναρτησία, η • Ήταν ένα γράμμα ασυνάρτητο, αλλά ο Βάγκαλης καταλάβαινε την ασυναρτησία περισσότερο απ’ τη λογική. ° Es war ein wirrer Brief, aber Vágalis [sc....
- ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυνάρτητος, -η, -ο • Ήταν ένα γράμμα ασυνάρτητο, αλλά ο Βάγκαλης καταλάβαινε την ασυναρτησία περισσότερο απ’ τη λογική. ° Es war ein wirrer Brief,...
- ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ, -η, -ο...ασύρματος, -η, -ο • Τα στοιχεία αυτά μέσω ασύρματης επικοινωνίας μεταδίδονταν από το πλοίο [...] στη ξηρά εκεί όπου βρισκόταν ο Η/Υ....
- ΑΣΥΣΤΟΛΟΣ, -η, -ο...ασύστολος, -η, -ο • αντιγράφει ασύστολα ° sie [sc. diese Autorin] schreibt schamlos [von Franz Kafka] ab [GF+DF aus:...
- ΑΣΦΑΛΩΣ...ασφαλώς hat auch die (eng verwandten) Bedeutungen: - selbstverständlich * - natürlich (° of course) ** / *** - zwar (° to be sure) [Anm.: gefolgt von:...
- ΑΣΦΥΚΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ασφυκτικός, -ή, -ό ασφυκτικά γεμάτος (-η, -ο): [praktikable Übersetzungen in bestimmten Fällen wohl]:...
- ΑΣΧΕΤΟΣ, -η, -ο...άσχετος, -η , -ο 1. [allgemein]: • Εκεί δεν σε κατηγορεί κανένας ότι είσαι άσχετος ή ότι είσαι αποτυχημένος. Da [sc.: dort in Texas] wirft dir keiner vor,...
- ΑΣΧΗΜΟΣ, -η, -ο...άσχημος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: - hässlich - schlecht; schlimm 2.1. τα πάω άσχημα: s. unter πάω (Z 13.3) 2.2. περνώ άσχημα: s. unter περνώ (Z 8....
- ΑΤΑΚΑ, η...ατάκα, η [praktikable Übersetzung wohl:] das Bonmot ...