άσος, ο  (bzw. άσσος, ο)


1. Grundbedeutung:

das As [Spielkarte; metaphorisch für einen Menschen, der über eine besondere Fähig­keit auf einem bestimmten Gebiet verfügt]


2. zur gleichnamigen Zigarettenmarke:

• Μου δίνετε παρακαλώ έναν Άσσο* φίλτρο;  °  Would you please give me a [packet of] "Ace" [i.e. Papastratos No.1] tipped?    [Mackridge, S. 127 / eckige Klammern im Original] 

*[in der griechischen Ausgabe (S. 204): έναν άσσο]

• Κάπνιζε, χρόνια τώρα, άσσο. ° Er rauchte nun schon seit Jahren Papastratos No. 1.**

• Έπαιζε μ’ ένα πακέτο τσιγάρα άσσο στα χέρια.  °  Er spielte mit einem Paket [= einer Packung] Papastratos No. 1.**

**[GF+DF jeweils aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΡΩΤΩ...αρωτώ (-άς) = ρωτώ [s. zB. Σακελλαρίου] π.χ.: • [...] και δε σ’ αρώτησα πούθε είσαι ° […] und so habe ich [dich] noch nicht gefragt, woher du kommst [GF+DF aus:...
  • ΑΣ...ας Übersicht: 1. [allgemein]: a) zum Ausdruck eines Wunsches (bzw. Sehnens); einer Empfehlung bzw. Ermunte­rung etc....
  • ΑΣΕ...άσε s. unter αφήνω ...
  • ΑΣΕΤΥΛΙΝΗ, η [bzw.] ΑΣΕΤΙΛΙΝΗ, η...ασετυλίνη, η [bzw.] ασετιλίνη,...
  • ΑΣΗΚΩΤΟΣ, -η, -ο...ασήκωτος, -η, -ο 1. [allgemein]: • Όταν πηγαίναμε ύστερα στις κάμαρες, τις βρίσκαμε παγωμένες και μπαίναμε κάτω από τις χοντρές βελέντζες, τις ασήκωτες,...
  • ΑΣΗΜΙ...ασημί [Neutrum] = silbern / silbrig [als Farbe] ...
  • ΑΣΙΚΗΣ, ο...ασίκης, ο • Και κείνος έτσι μεγαλείο είναι. Αψηλόσωμος, μουστακαλής, ασίκης, μεγαλοκαμωμένος. ° Jener [sc....
  • ΑΣΙΚΙΚΟΣ, -η, -ο...ασίκικος, -η, -ο • βάλαμε στο κεφάλι, ασίκικα γερτό προς τ’ αυτί,...
  • ΑΣΟΔΥΟ, το...ασόδυο, το (bzw. ασσόδυο, το) ζαριά στην οποία το ένα ζάρι δείχνει ένα και το άλλο δύο [ΛΚΝ (mit der Schreibweise ασόδυο)] π.χ.: • Έφερα ένα ασόδυο....
  • ΑΣΟΡΤΙ...ασορτί • Όταν καλοκαίριαζε, η δασκάλα των γερμανικών μου φορούσε κόκκινα γάντια, πλεγμένα με βελονάκι, και ασορτί κραγιόν. Wenn es Sommer wurde,...
Nachher:
  • ΑΣΠΡΗ, η...άσπρη, η = η ηρωίνη [ναρκωτικό] [ΛΔΑ, σ. 26 + σ. 48 // ΛΚΡ // ΛΚΝ] ...
  • ΑΣΠΡΟΣ, -η, -ο...άσπρος, -η ,-ο 1. άσπρη μέρα: χαρούμενη και ευτυχισμένη στιγμή [ΛΜΠ] π.χ.: • από τότε που χάσαμε τον πατέρα μας,...
  • ΑΣΣΟΔΥΟ, το...ασσόδυο, το s. ασόδυο, το ...
  • ΑΣΣΟΣ, ο...άσσος, ο s. άσος, ο ...
  • ΑΣΤΕΡΙ, το...αστέρι, το • Ένα αστέρι ξεκόλλησε ξαφνικά απ’ τον ουρανό και πήγε και έπεσε πίσω απ’ το βουνό. "Έπεσε ένα αστέρι", σιγοψιθύρισε ο δάσκαλος. "Κάνε, κυρ Αλέκο,...
  • ΑΣΤΡΑΠΗ, η...αστραπή, η 1. Grundbedeutung: der Blitz 2. έγινε αστραπή: Το φαινόμενο της αστραπής είναι ακαριαίο....
  • ΑΣΤΡΑΠΟΒΡΟΝΤΑ, τα...αστραπόβροντα, τα = das Gewitter ("das Donnern und Blitzen") π.χ.: • "Καλύτερα γεράματα παρά αυτά τα νιάτα / γεμάτα απ’ αστραπόβροντα κι από καημούς γεμάτα." [Λ....
  • ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυγκράτητος, -η, -ο • Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο θείος Νικόλαος ήταν ασυγκράτητος:...
  • ΑΣΥΝΑΙΣΘΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυναίσθητος, -η, -ο [Anm.: ασυναίσθητος ist zu unterscheiden von αναίσθητος (= bewusstlos; ge­fühllos)!] = unwillkürlich / unbewusst:...