ατάκα, η


[praktikable Übersetzung wohl:] das Bonmot

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυγκράτητος, -η, -ο • Εκείνα τα Χριστούγεννα, ο θείος Νικόλαος ήταν ασυγκράτητος:...
  • ΑΣΥΝΑΙΣΘΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυναίσθητος, -η, -ο [Anm.: ασυναίσθητος ist zu unterscheiden von αναίσθητος (= bewusstlos; ge­fühllos)!] = unwillkürlich / unbewusst:...
  • ΑΣΥΝΑΡΤΗΣΙΑ, η...ασυναρτησία, η • Ήταν ένα γράμμα ασυνάρτητο, αλλά ο Βάγκαλης καταλάβαινε την ασυναρτησία περισσότερο απ’ τη λογική. ° Es war ein wirrer Brief, aber Vágalis [sc....
  • ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΟΣ, -η, -ο...ασυνάρτητος, -η, -ο • Ήταν ένα γράμμα ασυνάρτητο, αλλά ο Βάγκαλης καταλάβαινε την ασυναρτησία περισσότερο απ’ τη λογική. ° Es war ein wirrer Brief,...
  • ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ, -η, -ο...ασύρματος, -η, -ο • Τα στοιχεία αυτά μέσω ασύρματης επικοινωνίας μεταδίδονταν από το πλοίο [...] στη ξηρά εκεί όπου βρισκόταν ο Η/Υ....
  • ΑΣΥΣΤΟΛΟΣ, -η, -ο...ασύστολος, -η, -ο • αντιγράφει ασύστολα ° sie [sc. diese Autorin] schreibt schamlos [von Franz Kafka] ab [GF+DF aus:...
  • ΑΣΦΑΛΩΣ...ασφαλώς hat auch die (eng verwandten) Bedeutungen: - selbstverständlich * - natürlich (° of course) ** / *** - zwar (° to be sure) [Anm.: gefolgt von:...
  • ΑΣΦΥΚΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ασφυκτικός, -ή, -ό ασφυκτικά γεμάτος (-η, -ο): [praktikable Übersetzungen in bestimmten Fällen wohl]:...
  • ΑΣΧΕΤΟΣ, -η, -ο...άσχετος, -η , -ο 1. [allgemein]: • Εκεί δεν σε κατηγορεί κανένας ότι είσαι άσχετος ή ότι είσαι αποτυχημένος. Da [sc.: dort in Texas] wirft dir keiner vor,...
  • ΑΣΧΗΜΟΣ, -η, -ο...άσχημος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: - hässlich - schlecht; schlimm 2.1. τα πάω άσχημα: s. unter πάω (Z 13.3) 2.2. περνώ άσχημα: s. unter περνώ (Z 8....
Nachher:
  • ΑΤΑΚΤΟΣ, -η, -ο...άτακτος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) unordentlich; ungeordnet: • Ο αδερφός μου είναι πολύ άτακτος. Τα παπούτσια του τα βγάζει και τα αφήνει στη μέση....
  • ΑΤΙΜΟΣ, -η, -ο...άτιμος, -η, -ο • το άτιμο αυτό γραφτό dieses schändliche Schreiben [sc. ein Schreiben mit ver­leum­de­rischem und aufhetzendem Inhalt] [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΑΤΟΦΙΟΣ, -α, -ο...ατόφιος, -α, -ο • Κι αυτό είναι το πολύ μεγάλο προσόν, να πετάει όλα τα άχρηστα και να κρατάει ατόφιο το άρωμα των πραγμάτων....
  • ΑΤΥΧΗΜΑ, το...ατύχημα, το 1. Bedeutung: der Unfall [mit eher geringfügigen Folgen (vgl. Z 2)] 2. Zur Unterscheidung ατύχημα – δυστύχημα [Καρζής, S 87 f.]:...
  • ΑΤΥΧΗΣ, -ής, -ές...ατυχής, -ής, -ές Zum Bedeutungsunterschied ατυχής – άτυχος: a) Καλιόρης: Ιριδισμοί, S 52: - ατυχής = άστοχος, αστόχαστος, άτοπος ("ατυχής ενέργεια",...
  • ΑΤΥΧΟΣ, -η, -ο...άτυχος, -η, -ο 1. [allgemein]: • μια ιδιαίτερα άτυχη και βασανισμένη γυναίκα ° eine besonders glücklose und gepei­nig­te Frau [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2....
  • ΑΥΓΟ, το...αυγό, το s. αβγό, το ...
  • ΑΥΛΑΚΙ, το...αυλάκι, το μπαίνει το νερό στ’ αυλάκι: αρχίζει κάτι να λειτουργεί σωστά, να ακολουθεί τη σωστή πορεία [ΛΜΠ] – π.χ.:...
  • ΑΥΤΙ, το...αυτί, το s. αφτί, το ...