αυτί, το
s. αφτί, το
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΣΧΗΜΟΣ, -η, -ο...άσχημος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: - hässlich - schlecht; schlimm 2.1. τα πάω άσχημα: s. unter πάω (Z 13.3) 2.2. περνώ άσχημα: s. unter περνώ (Z 8....
- ΑΤΑΚΑ, η...ατάκα, η [praktikable Übersetzung wohl:] das Bonmot ...
- ΑΤΑΚΤΟΣ, -η, -ο...άτακτος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) unordentlich; ungeordnet: • Ο αδερφός μου είναι πολύ άτακτος. Τα παπούτσια του τα βγάζει και τα αφήνει στη μέση....
- ΑΤΙΜΟΣ, -η, -ο...άτιμος, -η, -ο • το άτιμο αυτό γραφτό dieses schändliche Schreiben [sc. ein Schreiben mit verleumderischem und aufhetzendem Inhalt] [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
- ΑΤΟΦΙΟΣ, -α, -ο...ατόφιος, -α, -ο • Κι αυτό είναι το πολύ μεγάλο προσόν, να πετάει όλα τα άχρηστα και να κρατάει ατόφιο το άρωμα των πραγμάτων....
- ΑΤΥΧΗΜΑ, το...ατύχημα, το 1. Bedeutung: der Unfall [mit eher geringfügigen Folgen (vgl. Z 2)] 2. Zur Unterscheidung ατύχημα – δυστύχημα [Καρζής, S 87 f.]:...
- ΑΤΥΧΗΣ, -ής, -ές...ατυχής, -ής, -ές Zum Bedeutungsunterschied ατυχής – άτυχος: a) Καλιόρης: Ιριδισμοί, S 52: - ατυχής = άστοχος, αστόχαστος, άτοπος ("ατυχής ενέργεια",...
- ΑΤΥΧΟΣ, -η, -ο...άτυχος, -η, -ο 1. [allgemein]: • μια ιδιαίτερα άτυχη και βασανισμένη γυναίκα ° eine besonders glücklose und gepeinigte Frau [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2....
- ΑΥΓΟ, το...αυγό, το s. αβγό, το ...
- ΑΥΛΑΚΙ, το...αυλάκι, το μπαίνει το νερό στ’ αυλάκι: αρχίζει κάτι να λειτουργεί σωστά, να ακολουθεί τη σωστή πορεία [ΛΜΠ] – π.χ.:...
Nachher:
- ΑΥΤΟΣ, -ή, -ό...αυτός, -ή, -ό Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Umschreibungen der Grundbedeutung "dieser, -e, -es" 2. τι είναι αυτά που λες; 3.1. (...) κι αυτός (-ή,...
- ΑΥΤΟΥΣΙΟΣ, -α, -ο...αυτούσιος, -α, -ο = unverändert [Pons online] / eins zu eins / so, wie er (sie/es) ist π.χ.:...
- ΑΦΕΝΤΙΚΟ, το...αφεντικό, το zum Verhältnis der Begriffe αφεντικό und προϊστάμενος: s. unter προϊστάμενος, ο ...
- ΑΦΗΝΩ...αφήνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. αφήνω κάποιον / κάτι 3. αφήνω να 4. αφήνω + Adjektiv 5. αφήνω από κοντά 6. αφήνω χρόνους 7. πού με αφήνεις; 8....
- ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφηρημένος, -η, -ο 1) abstrakt 2) gedankenverloren, geistesabwesend; zerstreut [iS von: unkonzentriert] [etc.]: • ο νεότερος άντρας [......
- ΑΦΙΣΤΑΜΑΙ...αφίσταμαι (+ Gen.) (Vergangenheitsform: απέστην) = abweichen (von), sich enthalten (+ Gen.) [Wendt (alte Auflage)] ...
- ΑΦΟΜΟΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφομοιωμένος, -η, -ο s. unter αφομοιώνω ...
- ΑΦΟΜΟΙΩΝΩ... • οι γονείς της Γκρέτε ανήκουν στην πρώτη γενιά αφομοιωμένων μεταναστών ° […] gehören Gretes Eltern zur ersten Generation assimilierter Immigranten [GF+DF aus:...
- ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφοσιωμένος, -η, -ο • είμαι αφοσιωμένος (-η, -ο) (σε) ° ich hänge (an) [zB.:...