αυτός, -ή, -ό


Übersicht:

1.1. Grundbedeutungen

1.2. Umschreibungen der Grundbedeutung "dieser, -e, -es"

2. τι είναι αυτά που λες;

3.1. (...) κι αυτός (-ή, -ό) [ohne Prädikat]

3.2. αυτός (-ή, -ό) κι αν [...]  [zum Ausdruck einer Betonung bzw. Hervorhebung]

      (insbesondere oft in der Form: αυτός (-ή, -ό) κι αν είναι [...])

4.1. είναι ένα και το αυτό

[bzw.]

4.2. είναι το ίδιο και το αυτό

5.1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο

5.2. Zur synonymen Verwendung von αυτός (-ή, -ό) und εκείνος (-η, -ο):

       s. unter εκείνος, -η, -ο (Z 3)

6. από αυτούς (-ές, -ά) που ... : s. unter από (Z 2)

7. και τι μ’ αυτό; s. unter τι (Z 4)


1.1. Grundbedeutungen:

a) dieser, -e, -es

b) αυτό [bzw.] αυτά  °  [auch]: das

c) [als betontes persönliches Fürwort]: er, sie, es


1.2. Umschreibungen der Grundbedeutung "dieser, -e, -es":

• Στην πραγματικότητα ήξερε ποιον κουτσομπόλευαν, γιατί είχε αυτή τη συνήθεια να μισοκρυφακούει.  °  In Wirklichkeit wusste er sehr wohl, über wen sie [sc. seine Tochter und deren Freundin] tratschten, er hatte schließlich die Ange­woh­nheit [wörtl.: weil er diese Angewohnheit hatte]*, heimlich zu lauschen. *[Anm.: sc. eine Angewohnheit, von der im Text schon zuvor die Rede war]   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


2. τι είναι αυτά που λες;

• "Άννα, τι είναι αυτά που λες;" φωνάζει έντρομη η μάνα.

"Anna, was redest du denn da?!" unter­bricht sie die Mutter alarmiert.

[GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• "Τι ’ναι αυτά, Μανόλη μου, που λες;" Της φάνηκε απίστευτη όλη αυτή η ιστορία.

"Was sind denn das für Sachen, mein lieber Manolis, die du mir da erzählst?" [sagte sie zu ihm] Ihr kam die ganze Geschichte unglaublich vor.     [GF+DF aus: Βαμμ.]


3.1. (...) κι αυτός (-ή, -ό) [ohne Prädikat]:

• Βραδιά κι αυτή!

Yep, it was quite an evening.

[bzw.]

Ja [iS von: Ach], das war vielleicht 'n Abend. [Ton] 

[bzw.] 

Was für ein Abend. [Untertitel]

[als (gedanklicher) Ausdruck der Frustra­ti­on über den ne­ga­tiven Verlauf des Abends (schlechtes Benehmen der Beglei­terin wäh­rend des gemeinsamen Lokal­besuchs, Streit mit ihr vor dem Auseinander­ge­hen usw.)]   

[GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF aus dem Film "Hannah und ihre Schwestern"]

• Και την άφησες άθαφτη ... Ρεζιλίκι κι αυτό.

Und du hast sie [= deine Großmutter] allein gelassen, unbegraben … So eine Schan­de.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Anm.: drei Punkte jeweils im Original]

• Πω πω, αδελφέ μου, τι δουλειά κι αυτή!

Brother, what a job!

[bzw.]

Mannomann, was für ein Job! [sc.: was für ein unangenehmer Job (den ich hier ver­rich­ten muss)] [Untertitel]

[bzw.]

Oh Bruder [iS von: Mensch], ist das 'n blöder Job! [Ton]

[GF (Untertitel), EF (Ton und Untertitel) + DF aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]

• Τι σύμπτωση κι αυτή!

Was für ein Zufall!

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• Τι γαϊδουριά κι αυτή του διευθυντή.

Was ist das wieder für eine Eselei vom Direktor.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


3.2. αυτός (-ή, -ό) κι αν [...]  [zum Ausdruck einer Betonung bzw. Hervorhebung]

(insbesondere oft in der Form: αυτός (-ή, -ό) κι αν είναι [...] ):

s. unter και (Z 3)


4.1. είναι ένα και το αυτό:

• Ξένο και κακό εξακολουθούν να είναι για μένα ένα και το αυτό.  °  Fremd und böse sind für mich noch immer ein und dasselbe. [D.h., was fremd für mich ist, empfinde ich auto­matisch auch als böse.]   [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

[bzw.]

4.2. είναι το ίδιο και το αυτό:

• Ο Μάικλ Τζάκσον, ο πάπας ή ο Χίτλερ […] – για ένα παιδί είναι το ίδιο και το αυτό: μια διασημότητα που έχει την περιέργεια να δει από κοντά.  °  Michael Jackson, der Papst oder Hitler [...] – das ist, bei Kindern, alles dasselbe: einen Star anschauen gehen. [sc.: nur deshalb (und nicht aus ideologischen Gründen) besuchen Kinder deren Veranstal­tungen]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]


5.1. Zur Unterscheidung zwischen αυτό und (ε)τούτο:

Καρζής, S 176:

Παρατηρείται καμιά φορά μια εννοιολογική σύγχυση κατά τη χρήση των δεικτικών αντωνυμιών "αυτό" και "(ε)τούτο". 

α) Όταν θέλουμε να υποδηλώσουμε κάτι μόλις προαναφερμένο χρησιμοποιούμε την πρώτη:

Θα γίνουν αυξήσεις: αυτό δήλωσε ο υπουργός.

(Άρα, δεν είναι σωστό να γράφουμε: "Θα γίνουν αυξήσεις: τούτο δήλωσε ο υπουργός", γιατί γι’ αυτή την περίπτωση υπάρχει μόνο "αυτό" και όχι "τούτο".)

β) Ενώ η δεύτερη είναι για να δείξουμε κάτι πολύ κοντινό:

Τούτο (ή – για περισσότερη έμφαση: τούτο-δω) είναι το σκυλί μου. 


5.2. Zur synonymen Verwendung von αυτός (-ή, -ό) und εκείνος (-η, -ο):

s. unter εκείνος, -η, -ο (Z 3)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΤΑΚΑ, η...ατάκα, η [praktikable Übersetzung wohl:] das Bonmot ...
  • ΑΤΑΚΤΟΣ, -η, -ο...άτακτος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) unordentlich; ungeordnet: • Ο αδερφός μου είναι πολύ άτακτος. Τα παπούτσια του τα βγάζει και τα αφήνει στη μέση....
  • ΑΤΙΜΟΣ, -η, -ο...άτιμος, -η, -ο • το άτιμο αυτό γραφτό dieses schändliche Schreiben [sc. ein Schreiben mit ver­leum­de­rischem und aufhetzendem Inhalt] [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΑΤΟΦΙΟΣ, -α, -ο...ατόφιος, -α, -ο • Κι αυτό είναι το πολύ μεγάλο προσόν, να πετάει όλα τα άχρηστα και να κρατάει ατόφιο το άρωμα των πραγμάτων....
  • ΑΤΥΧΗΜΑ, το...ατύχημα, το 1. Bedeutung: der Unfall [mit eher geringfügigen Folgen (vgl. Z 2)] 2. Zur Unterscheidung ατύχημα – δυστύχημα [Καρζής, S 87 f.]:...
  • ΑΤΥΧΗΣ, -ής, -ές...ατυχής, -ής, -ές Zum Bedeutungsunterschied ατυχής – άτυχος: a) Καλιόρης: Ιριδισμοί, S 52: - ατυχής = άστοχος, αστόχαστος, άτοπος ("ατυχής ενέργεια",...
  • ΑΤΥΧΟΣ, -η, -ο...άτυχος, -η, -ο 1. [allgemein]: • μια ιδιαίτερα άτυχη και βασανισμένη γυναίκα ° eine besonders glücklose und gepei­nig­te Frau [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 2....
  • ΑΥΓΟ, το...αυγό, το s. αβγό, το ...
  • ΑΥΛΑΚΙ, το...αυλάκι, το μπαίνει το νερό στ’ αυλάκι: αρχίζει κάτι να λειτουργεί σωστά, να ακολουθεί τη σωστή πορεία [ΛΜΠ] – π.χ.:...
  • ΑΥΤΙ, το...αυτί, το s. αφτί, το ...
Nachher:
  • ΑΥΤΟΥΣΙΟΣ, -α, -ο...αυτούσιος, -α, -ο = unverändert [Pons online] / eins zu eins / so, wie er (sie/es) ist π.χ.:...
  • ΑΦΕΝΤΙΚΟ, το...αφεντικό, το zum Verhältnis der Begriffe αφεντικό und προϊστάμενος: s. unter προϊστάμενος, ο ...
  • ΑΦΗΝΩ...αφήνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. αφήνω κάποιον / κάτι 3. αφήνω να 4. αφήνω + Adjektiv 5. αφήνω από κοντά 6. αφήνω χρόνους 7. πού με αφήνεις; 8....
  • ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφηρημένος, -η, -ο 1) abstrakt 2) gedankenverloren, geistesabwesend; zerstreut [iS von: unkonzentriert] [etc.]: • ο νεότερος άντρας [......
  • ΑΦΙΣΤΑΜΑΙ...αφίσταμαι (+ Gen.) (Vergangenheitsform: απέστην) = abweichen (von), sich enthalten (+ Gen.) [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΑΦΟΜΟΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφομοιωμένος, -η, -ο s. unter αφομοιώνω ...
  • ΑΦΟΜΟΙΩΝΩ... • οι γονείς της Γκρέτε ανήκουν στην πρώτη γενιά αφομοιωμένων μεταναστών ° […] gehö­ren Gretes Eltern zur ersten Generation assimilierter Immigranten [GF+DF aus:...
  • ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφοσιωμένος, -η, -ο • είμαι αφοσιωμένος (-η, -ο) (σε) ° ich hänge (an) [zB.:...
  • ΑΦΟΣΙΩΝΟΜΑΙ...αφοσιώνομαι 1. Bedeutung: στρέφω το αποκλειστικό μου ενδιαφέρον σε (κάποιον ή κάτι), δίνομαι ολοκληρωτικά στην επίτευξη (ενός στόχου) [ΛΜΠ] – π.χ.:...