αφοσιώνομαι


1. Bedeutung:

στρέφω το αποκλειστικό μου ενδιαφέρον σε (κάποιον ή κάτι), δίνομαι ολοκληρωτικά στην επίτευξη (ενός στόχου)  [ΛΜΠ] – π.χ.:

• αφοσιώθηκε στην πολιτική μετά τον θάνατο τού άντρα της   [ΛΜΠ]

• αφοσιώνομαι στα γράμματα / στην οικογένειά μου   [ΛΜΠ]

• ήταν στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού που αφοσιώνεται στην ανάπτυξη της βιομη­χανίας  °  er [der Held dieses Romans] war ein Soldat der Roten Armee, der sich der Entwicklung der [russischen] Industrie verschreibt   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


2. αφοσιωμένος, -η, -ο:

s. eigenes Stichwort  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΥΤΙ, το...αυτί, το s. αφτί, το ...
  • ΑΥΤΟΣ, -ή, -ό...αυτός, -ή, -ό Übersicht: 1.1. Grundbedeutungen 1.2. Umschreibungen der Grundbedeutung "dieser, -e, -es" 2. τι είναι αυτά που λες; 3.1. (...) κι αυτός (-ή,...
  • ΑΥΤΟΥΣΙΟΣ, -α, -ο...αυτούσιος, -α, -ο = unverändert [Pons online] / eins zu eins / so, wie er (sie/es) ist π.χ.:...
  • ΑΦΕΝΤΙΚΟ, το...αφεντικό, το zum Verhältnis der Begriffe αφεντικό und προϊστάμενος: s. unter προϊστάμενος, ο ...
  • ΑΦΗΝΩ...αφήνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. αφήνω κάποιον / κάτι 3. αφήνω να 4. αφήνω + Adjektiv 5. αφήνω από κοντά 6. αφήνω χρόνους 7. πού με αφήνεις; 8....
  • ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφηρημένος, -η, -ο 1) abstrakt 2) gedankenverloren, geistesabwesend; zerstreut [iS von: unkonzentriert] [etc.]: • ο νεότερος άντρας [......
  • ΑΦΙΣΤΑΜΑΙ...αφίσταμαι (+ Gen.) (Vergangenheitsform: απέστην) = abweichen (von), sich enthalten (+ Gen.) [Wendt (alte Auflage)] ...
  • ΑΦΟΜΟΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφομοιωμένος, -η, -ο s. unter αφομοιώνω ...
  • ΑΦΟΜΟΙΩΝΩ... • οι γονείς της Γκρέτε ανήκουν στην πρώτη γενιά αφομοιωμένων μεταναστών ° […] gehö­ren Gretes Eltern zur ersten Generation assimilierter Immigranten [GF+DF aus:...
  • ΑΦΟΣΙΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αφοσιωμένος, -η, -ο • είμαι αφοσιωμένος (-η, -ο) (σε) ° ich hänge (an) [zB.:...
Nachher:
  • ΑΦΟΣΙΩΣΗ, η...αφοσίωση, η = die Hingabe: • είδα με τι αφοσίωση κι αφιλοκέρδεια τον περιποιήθηκε ° ich sah, mit welcher Hingabe und Uneigennützigkeit sie ihn [sc....
  • ΑΦΟΤΟΥ...αφότου [Konjunktion] [Anm.: αφότου ist zu unterscheiden von αφού !] = seitdem: • Πέρασε μισός αιώνας αφότου πέθανε σε ηλικία μόλις 47 ετών ο Τζορτζ Οργουελ....
  • ΑΦΟΥ...αφού [Konjunktion] [Anm.: αφού ist zu unterscheiden von αφότου !] 1) [als zeitliche Konjunktion]: nachdem: • αφού έφαγε,...
  • ΑΦΡΑΓΚΟΣ, -η, -ο...άφραγκος, -η, -ο • άφραγκος και μοναχός ° mutterseelenallein und ohne einen Pfennig [richtig:...
  • ΑΦΤΙ, το...αφτί, το (auch: αυτί, το) 1. αφτί – αυτί: Richtig ist lt. Καρζής, S 92 f., (mit näherer Begründung) und ebenso lt. ΛΜΠ die Schreib­weise: το αφτί 2. στήνω αφτί:...
  • ΑΦΩΝΟΣ, -η, -ο...άφωνος, -η, -ο • Ο Μάρκος έμεινε άφωνος. [bzw.] Ο Στέφανος έμεινε άφωνος. ° Markos war [vor Ver­blüffung] sprachlos. [bzw....
  • ΑΧΑΡΟΣ, -η, -ο...άχαρος, -η, -ο • μια συμπαθής, αλλά άχαρη γυναίκα ° eine freundliche, aber unansehnliche Frau [DF+GF aus: Menasse:...
  • ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ, η [bzw.] ΑΧΑΙΡΟΥΣΙΑ, η...Αχερουσία, η (auch: Αχαιρουσία, η) • Οι πρόγονοί μας έβαζαν στο στόμα του νεκρού ένα ασημένιο οβολό, για να το δώσει σαν ναύλο στο Χάρο,...
  • ΑΧΛΑΔΑ, η...αχλάδα, η • "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά" ° "wer zuletzt lacht, lacht am besten" [GF+DF aus: Βαμμ.] [Anm.: passender wäre wohl eine Übersetzung wie:...