ευθύς
[Adverb – zu unterscheiden vom Adjektiv ευθύς, -εία, -ύ]
ευθύς εξ αρχής [bzw.] ευθύς εξαρχής ° από την πρώτη κιόλας στιγμή [ΛΜΠ] // αμέσως απ’ την αρχή / απευθείας απ’ την αρχή [ΛΤΣ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...εσωτερικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: innerer, -e, -es [bzw.] Innen- 2. ο εσωτερικός / η εσωτερική: • είμαι εσωτερική στο σχολείο ° ich [weibl.] lebe im [iS von:...
- ΕΤΟΙΜΑΖΩ...ετοιμάζω 1. Grundbedeutungen: a) vorbereiten b) (zu)bereiten [zB. eine Mahlzeit] c) [Koffer] packen 2. ετοιμάζομαι να:...
- ΕΤΟΙΜΟΣ, -η, -ο...έτοιμος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: - bereit - fertig 2. έτοιμος (-η, -ο) να ° im Begriff [sein], kurz davor [sein], nahe daran [sein] [etc.]:...
- ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ, η...ετοιμότητα, η = [u.a.] die Geistesgegenwart [welche zB. ein Mann zeigt, der durch seinen roten Pullover die Aufmerksamkeit eines Stiers ablenkt,...
- ΕΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...ετούτος, -η, -ο s. τούτος, -η, -ο ...
- ΕΤΣΙ...έτσι Übersicht: 1. [allgemein]: so [+ sinnverwandte Formulierungen] 2. έτσι; [als rhetorische Frage] 3. έτσι ε; ([bzw.] έτσι, ε;) 4. έτσι και (+ Verb) 5....
- ΕΤΥΧΕ...έτυχε s. τυχαίνω ...
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ, η...Ευαγγελίστρια, η • το Νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας ° der Evangelistria-Friedhof [offensichtlich in Saloniki] [GF+DF aus: Βασιλικός:...
- ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ, η...ευαισθησία, η 1) die Sensibilität: • Δείγμα και τούτο της αρρενωπής, φυσιολογικής και, κατά βάθος, παιδικής ευαισθησίας του....
- ΕΥΑΛΩΤΟΣ, -η, -ο...ευάλωτος, -η, -ο 1) empfänglich (für / σε):...
Nachher:
- ΕΥΘΥΣ, -εία, -ύ...ευθύς, -εία, -ύ [Adjektiv – zu unterscheiden vom Adverb ευθύς] 1) gerade [iS von: nicht krumm]:...
- ΕΥΚΑΙΡΙΑ, η...ευκαιρία, η 1. Grundbedeutungen: - die Chance - die Gelegenheit - der Anlass 2. βρήκα (την) ευκαιρία να ... ° ich ergriff (ich nutzte) die Gelegenheit, … zu … :...
- ΕΥΚΟΛΟΣ, -η, -ο...εύκολος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: leicht [iS von: nicht schwierig] 2. έχω εύκολο (-η, -ο):...
- ΕΥΚΤΑΙΟΣ, -α, -ο...ευκταίος, -α, -ο = wünschenswert [Pons online / Wendt (alte Auflage)] ...
- ΕΥΛΑΒΙΚΟΣ, -ή, -ό...ευλαβικός, -ή, -ό • κοίταζε ευλαβικά κι από κάποια απόσταση το είδωλό της σ’ ένα μικρό στρόγγυλο καθρεφτάκι ° andächtig betrachtete sie,...
- ΕΥΛΟΓΟΣ, -η, -ο...εύλογος, -η, -ο 1. [Adjektiv]: a) einleuchtend, plausibel, schlüssig: • για την εύλογη αιτία ότι [...] ° aus dem einleuchtenden (plausiblen) Grund, dass [......
- ΕΥΠΩΛΗΤΟΣ, -η, -ο...ευπώλητος, -η, -ο • Ποια βιβλία είναι ευπώλητα; ° Was sind die "Bestseller" [in Ihrer Buchhandlung]? [sc.: Welche Bücher verkaufen sich am besten?...
- ΕΥΡΩ (ΕΥΡΕΙΣ, ΕΥΡΕΙ) (= εύρω, εύρεις, εύρει) (θα, να, ...) ...εύρω (εύρεις, εύρει) (θα, να, ...) s. unter βρίσκω (letzte Z) ...
- ΕΥΡΩ, το (= ευρώ, το)...ευρώ, το = der Euro το ευρώ – το εύρο: s. dazu ΛΜΠ, S 696 ...