έτσι
Übersicht: 1. [allgemein]: so [+ sinnverwandte Formulierungen] 2. έτσι; [als rhetorische Frage] 3. έτσι ε; ([bzw.] έτσι, ε;) 4. έτσι και (+ Verb) 5. έτσι κι αλλιώς 6. έτσι κι έτσι 7. έτσι όπως 8. έτσι που 9. έτσι ξαφνικά 10. κάνω έτσι: s. unter κάνω (Z 13) 11. έτσι μπράβο: s. unter μπράβο 12. ώστε έτσι: s. unter ώστε |
1. [allgemein]: so [+ sinnverwandte Formulierungen]:
a) [iS von: auf diese Weise]:
• Έτσι μπορεί κανείς να μείνει εντελώς ανώνυμος. |
So kann man völlig anonym bleiben. [sc.: indem man an einem Chat im Internet teilnimmt] |
• [...] Έτσι κι όταν γεννήθηκε ο Θωμάς, [...] |
[…] Als Thomas geboren wurde, war es auch so. [sc.: es geschah (bei seiner Geburt) das Gleiche, das seinerzeit – aus einem anderen Anlass – passierte (und das soeben geschildert wurde)] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Έτσι, Τετάρτη χαράματα, φόρεσα το χακί μου παντελόνι, [...]. |
So kam es, dass ich am Mittwoch in aller Herrgottsfrühe meine khakifarbene [Soldaten-]Hose anzog, […] [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• Πάντα έτσι λένε. Πάντα λένε πως ο τρίτος άνθρωπος δεν παίζει κανένα ρόλο. |
They always say that. They always, always say that it's nothing to do with anyone else. [bzw.] Das sagen sie immer [sc. Frauen, die sich von ihrem Partner trennen]. Sie sagen immer, immer, dass es nichts mit jemand anderem zu tun habe [dass sie sich trennen]. [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity] |
• Έτσι νομίζω κι εγώ. |
Das glaube [= meine / finde] ich auch. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
b) [iS von: somit, also, folglich]:
• Έτσι, αυτά τα [...] φρούτα αφθονούσαν εκείνες τις ημέρες, [...] |
Diese Frucht […] war also in jenen Tagen in Hülle und Fülle vorhanden, […] * [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Έτσι, όταν τα χτυπούσαν πολλές βροχές [...] |
Wenn also die Kirschen [= τα κεράσια] zu viel Regen bekommen hatten […] * [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Έτσι, να ’μαστε πάλι κυλισμένοι στην κουλέθρα του κόκκινου μύλου. [...] Είμαστε πάλι στα χαρακώματα. |
Da sind wir also wieder in dem Trichter der blutroten Mühle. [...] Wir sind wieder im Graben. [Kommentar eines Soldaten nach der Rückkehr von einem kurzen Fronturlaub in die Schützengräben] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
c) [iS von: nur so, einfach so, spontan, plötzlich]:
• Και τι σχέση έχει αυτό μ’ εμάς; – Δεν ξέρω, έτσι μου ήρθε. |
Und was hat das [was du mir da erzählst] mit uns zu tun? – [Antwort:] Ich weiß nicht, es ist mir nur so eingefallen. [GF+DF aus: Ζιγκ‑ζαγκ] |
• Καλά ... σ’ αφήνω τώρα, έτσι πέρασα. |
Nun gut … ich mache mich wieder auf den Weg, bin nur kurz vorbeigekommen [hier in deiner Werkstatt]. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Στις δέκα το πρωί σήμερα [...] είχαμε μιαν ανεπιθύμητην επίσκεψη. Έτσι του κατέβηκε του Μπαλαφάρα να πάρει το επιτελείο του και νά ’ρθει να επιθεωρήσει τον τομέα. |
Heute Vormittag um zehn […] hatten wir einen unerwünschten Besuch. [General] Balafaras war es plötzlich eingefallen, seinen Stab um sich zu scharen und den [Front-]Abschnitt zu inspizieren. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
2. έτσι; [als rhetorische Frage]:
• Πάντως τώρα πρέπει να προσέχετε. Δεν πρέπει να ξαναγίνει ποτέ πια τέτοιο λάθος. Έτσι; ° Auf jeden Fall, Sie müssen sich jetzt vorsehen. Ein solcher Irrtum darf sich unter gar keinen Umständen wiederholen. Klar? [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
a) ~Ach ja? [bzw.: Ach nein?] Findest Du? (Meinst Du?) [usw.] [zum Ausdruck des Zweifels an bzw. der Nichtübereinstimmung mit der Meinung eines anderen (iS von: "Da bin ich aber anderer Meinung")]
[aber auch:]
b) Ach so?* / So? Hm.** / Aha.*** / Soso. **** / ~Tatsächlich? [als neutrale Reaktion auf die Aussage eines anderen (ohne damit Zweifel oder Nichtübereinstimmung auszudrücken)]
**[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
****[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
BSe:
• Έλα, Γιώργο, μην φέρνεις αντίρρηση. Είσαι ο πιο κατάλληλος να μιλήσεις στον προϊστάμενο για την υπόθεσή μας. – [Reaktion von Jorgos:] Έτσι ε; Εγώ δηλαδή πρέπει να βγάλω τα κάστανα απ’ την φωτιά. |
--- |
• Δεν είμαι κλέφτης. – [Reaktion des Anderen]: Έτσι ε; Την προπερασμένη νύχτα έκλεψες ένα μπουκάλι γάλα. |
I ain't no thief. – No? You stole a bottle of milk [...] night before last. [bzw.] Ich bin kein Dieb. – Nein? Du hast 'ne Flasche Milch gestohlen [...] vorletzte Nacht. [GF, EF + DF aus: Steinbeck: Früchte] |
• Λέει πως δεν τον ενδιαφέρει να βγάλει λεφτά απ’ αυτή την υπόθεση. – [Reaktion:] Έτσι ε; Πες του, αυτά αλλού να τα πουλάει! |
--- |
• Και ο Βάλλνερ [καθηγητής στο Γκρατς] δε σας χωνεύει [δηλ. τους Έλληνες] από τότε που έχασε γιο στην Κρήτη. – [Reaktion eines Griechen]: Έτσι ε; Και τι πήγε να κάνει ο Βάλλνερ τζούνιορ στην Κρήτη το 1941, μου λες; Να κόψει τριαντάφυλλα; Γι’ αυτό έπεσε με αλεξίπτωτο; [Δ. Μπουλούμπασης: Γκρατς – Η αποικία του ήλιου] |
--- |
Ο γέρος χαμογελά όλος ευτυχία. [...] "Έτσι ε;" λέει [...]. "Έτσι ε;" Ο γέρος μου λέγει πάντα "έτσι ε;" σε κάθε τι, που θα του πεις. |
Mein Vater [wörtl.: Der Alte] lächelt voller Glück [als ihm der Briefträger den Brief übergibt]. […] "Soso", sagt er …[zum Briefträger, der meint, dass der Brief wohl von seinen (als Soldaten an der Front stehenden) Söhnen kommen werde]. "Soso?" Mein Alter [= mein Vater] antwortet immer "Soso" auf alles, was man ihm sagt. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
4. έτσι και (+ Verb [gegebenenfalls Stamm II]) ° wenn / sobald:
• Και τα σύκα είναι ευαίσθητα πράματα. Έτσι και δεν τα συντηρήσεις βρομούν, σαν τα ψάρια. |
Und Feigen sind eine empfindliche Ware. Wenn man nicht aufpasst, stinken sie wie Fische. [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] |
• Έτσι και δεν ήμουν εγώ εκεί να τον συγκρατήσω, θα είχε καθαρίσει και την Πολυξένη. Μου χρωστά τη ζωή της. |
Wenn ich nicht dort gewesen wäre, um ihn zurückzuhalten, hätte er Polyxeni umgebracht. Sie verdankt mir ihr Leben. [GF+DF aus: Βαμμ.] |
• Μόνο σε μια ερώτηση έπρεπε να απαντήσει, έτσι κι έπεφτε πάνω στους κατάλληλους ανθρώπους: [...] |
Nur eine Frage musste er beantworten, sobald er an die Richtigen geriet: [...] [GF+DF aus: 13 Schreiber schreiben] |
• Της αγάπης τον καημό / όποιος ξέρει ν’ αγαπάει / στην καρδιά του τον κρατάει / μια ζωή κρυφό. / Έτσι και τον μάθει άλλος / ίσως γίνει πιο μεγάλος / γιατί ο κόσμος δεν χρωστά / να σου φέρεται σωστά. [Λ. Χαψιάδης: τραγούδι "Της αγάπης ο καημός"] |
--- |
5. έτσι κι αλλιώς:
a) ohnedies, ohnehin, sowieso:
• Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο. Αλλά έτσι κι αλλιώς αυτός προτιμούσε τις σκάλες. ° Der Aufzug war kaputt. Aber er benützte ohendies (ohnehin / sowieso) lieber die Stiegen.
b) ~wie auch immer, ~wie dem auch sei, ~jedenfalls:
• [...] Έτσι κι αλλιώς, αυτά ήταν τα προσόντα μου. ° [...] At any rate, such were my parts. [N. Mailer: Ένα Αμερικάνικο όνειρο, S. 22, 11. Z. von unten // EF: S. 23, 17. Z.]
6. έτσι κι έτσι:
• Τι κάνει η γιαγιά; – Έτσι κι έτσι. Τη μια μέρα είναι καλά, την άλλη άσχημα. ° Wie geht es der Großmutter? – [Antwort:] So einigermaßen. (Mittelmäßig. / So recht und schlecht. / So halbwegs.) Einen Tag geht es ihr gut, den nächsten (den anderen) schlecht.
• νόμιζα πως όλα τα νεογέννητα ήταν όμορφα – το δικό μας στο σπίτι ήταν ... ε, έτσι κι έτσι, πάντως δεν σε τρόμαζε που το ’βλεπες ° ich glaubte, alle Neugeborenen sind schön – in unserer Familie waren sie es auch … nun ja, mehr oder weniger, man bekam wenigstens bei keinem einen Schreck [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως / Anm.: drei Punkte im jeweiligen Original]
7. έτσι όπως:
[Anm.: ähnlich: έτσι που – s. unten (Z 8)]
• Έτσι όπως είναι μισοπαγωμένα δεν σου ανοίγουν και την όρεξη. |
So halb aufgetaut sehen sie nicht gerade appetitanregend aus [sc. die Tintenfischstücke (° τα καλαμαράκια), die aus der (angetauten) Tiefkühlverpackung zum Braten in die Pfanne gelegt wurden]. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Γύρισε να δει, έτσι όπως ήταν πεσμένος, πού βρισκόταν η μάνα τους, [...] |
So bäuchlings auf dem Boden liegend, hatte er den Kopf gedreht, um zu sehen, wo die [wörtl.: ihre] Mutter steckte, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Για δεύτερο γαϊδούρι το πέρασα, έτσι όπως ήμουν μισοκοιμισμένος. |
Ich [männl.] habe es für einen zweiten Esel gehalten [sc. das Tier (= το ζώο), das ich dort in einiger Entfernung stehen sah], so im Halbschlaf. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Ήταν όμορφα έτσι όπως διέσχιζε ολοταχώς τη μικρή πόλη με την άμαξα. |
Es war hübsch [für ihn], so im Fiaker durch das Städtchen zu sausen. [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel] |
• Έτσι όπως κοίταζα την Μπέλα, ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν μέσα μου. |
Wie ich so auf [die Kuh] Bella hinsah, war mir plötzlich alles ganz klar. [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
• [...] κι έτσι όπως είχαν σταθεί κατά ύψος έμοιαζαν, πράγματι, με σκαλοπάτια. |
[…], und wie sie sich so der Größe nach aufgestellt hatten, sahen sie [= die drei Mädchen (auf dem Foto)] wirklich wie eine Treppenleiter aus. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
• Έτσι όπως βάδιζα στα γνώριμα μονοπάτια, ξέκοψαν οι πρώτες νιφάδες και έπεσαν αργά και αθόρυβα κάτω. |
Während ich so auf den vertrauten Steigen dahinschritt, lösten sich die ersten [Schnee-]Flocken und sanken ganz langsam und still nieder. [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
• Κι έτσι όπως πλακώθηκαν ο ένας με τον άλλον, έτσι όπως πετάχτηκε και η Εύθα από κάπου να πάει να δει κι αυτή, [...], βρέθηκε αυτός, [...], να μη θέλει ούτε μισό βήμα για να πηδήσει έξω απ’ την πόρτα. Και πήδησε. |
Und während sie [die drei Geschwister] dort unten [sc. am Fußboden] übereinanderfielen und während auch […] Evtha plötzlich hochschoss und ebenfalls hinrannte [um die Schlange zu sehen], brauchte er, […], nur einen halben Schritt, um durch die Tür hinauszuspringen. Und er sprang hinaus. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Μια μέρα, έτσι όπως τέλειωσε μόνος του ένα μεγάλο τμήμα του αγρού και φόρεσε ιδρωμένος το σακκάκι του, αισθάνθηκε ένα περίεργο βάρος, ένα φούσκωμα στην μια τσέπη, κι έβαλε το χέρι του: έπιασε κάτι μαλακό· [...] |
Eines Tages, als er einen großen Teil des Feldes allein gemäht hatte und schweißtriefend seine Jacke auszog [Anm.: richtig wohl: anzog], kam sie ihm seltsam schwer vor; eine Tasche war ausgebeult, er steckte die Hand hinein, da war etwas Weiches; […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Αλλά με τόση λίγη [αξιοπρέπεια] οπισθοχώρησε έτσι όπως όρμησαν εκείνοι σφοδροί κι αλαλάζοντες μες στην τάξη, [...], [που οι γυναίκες χτυπήθηκαν απ’ τα γέλια ...] |
Weniger würdevoll aber [wörtl.: Aber mit so wenig (Würde)] trat er zurück, als jene ungestüm und brüllend, […], ins Klassenzimmer stürmten […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Την άλλη φορά μάλιστα που ήρθε να με δει, μετά από κάνα-δυο μήνες, έτσι όπως έσκυψε να μπει στην καλύβα [μου], της λέω: [...] |
Das nächste Mal, als sie zu mir kam, ungefähr zwei Monate danach, habe ich sogar zu ihr gesagt, als sie sich bückte, um in meine Hütte zu treten: […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Ο γίγαντας την είχε κρύψει εντελώς, έτσι όπως είχε γυρίσει προς το μέρος μου. [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung desselben deutschen Satzes: προς το μέρος μου.] |
Der Riese [sc. mein sehr groß gewachsener Klassenkollege] hatte sie [sc. die Schülerin] vollständig verdeckt, als er sich zu mir umgedreht hatte. |
• Από τα τοιχώματα, έτσι όπως ψαχουλεύω βαδίζοντας, πέφτουν μεγάλα κομμάτια λασπωμένοι βόλοι. |
Beim Vorantasten [im dunklen Schützengraben] fallen von den [feuchten] Wänden große, lehmige Klumpen Erde. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• το πίστεψε κι ο ίδιος έτσι όπως το φώναξε |
beim Rufen hatte er es selbst geglaubt [sc.: dass dort eine tote Schlange lag (obwohl das nicht zutraf und er mit dem Ausruf nur seine Geschwister erschrecken wollte)] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Φοβόταν στον δρόμο μην ο αέρας το πήρε έτσι όπως φυσούσε ... |
Auf dem Heimweg dachte sie voller Angst, dass das Blatt [Papier / ° το χαρτί] bei diesem Wind weggeweht wäre [= worden sein könnte] … [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Κάτι τον ανάγκαζε να κυλιέται συνέχεια, κι έτσι όπως κινούνταν, φαινόταν πολύ αδέξιος και αστείος. |
Irgend etwas zwang ihn [= (den Hund) Luchs ° τον Λουξ], sich immerfort [am Gras] zu wälzen, und er sah dabei sehr ungeschickt und komisch aus. [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
• σε μια απ’ τις ξένες αυλές, εκείνες που έμοιαζαν με κρύα χαμάμ έτσι όπως έπεφτε το σκοτάδι μαζί με ομίχλη |
in einem jener fremden [sc. nicht zum eigenen Haus gehörenden] Höfe, die, sobald die Dunkelheit zusammen mit dem Nebel herabsank, einem [kalten] Dampfbad ähnelten [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Και έτσι όπως σε βλέπω, [...] |
Und wenn ich dich so anschaue [iS von: so, wie du aussiehst (sc.: bei dem männlichen Körperbau, den du hast)], [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Δεν ήμουν σίγουρη αν θα κατάφερνα να την αναγνωρίσω, έτσι όπως θα ήταν τυλιγμένη στο τσαντόρ της. |
Ich [weibl.] war nicht sicher, ob es mir gelingen würde sie zu erkennen [sc. die Frau, mit der ich unlängst (im Haus) gesprochen hatte und die dabei unverhüllt war], ~wenn sie [iS von: in Anbetracht dessen, dass sie / weil sie doch (jedenfalls) / wo sie doch (jedenfalls)] in ihren Tschador gehüllt sein würde (= wird). [sc. bei unserem geplanten Treffen auf einer Straße in Teheran] [Eigenübersetzung] |
• Έτσι όπως έχει το κεφάλι στραμμένο στο πλάι, ξεπροβάλλουν ξεκάθαρα μύες και τένοντες. |
Da er den Kopf in der Seitenlage hält, treten Muskeln und Sehnen [an seinem Hals] deutlich hervor. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• [...], ώσπου η Λουίζα άλλαξε θέση έτσι όπως καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο |
[...], bis sich Luisa, die [im Bett sitzend] den Rücken an die Wand gelehnt hatte, anders hinsetzte [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Τα μάτια τους, έτσι όπως έμειναν απαθή, ασπροπράσινα σαν άγουρα σταφύλια, της θύμισαν τα μάτια του γέρου στο όνειρο. |
Die Augen der Ziegen blieben apathisch, weißlich grün wie unreife Trauben, sie erinnerten Fewronia an die Augen des Alten im Traum. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
8. έτσι που:
[Anm.: ähnlich: έτσι όπως – s. oben (Z 7)]
a) so […] wie // sonstige Formulierungen, die dem Sinn nach ein "angesichts", "in Anbetracht", "da" [etc.] zum Ausdruck bringen:
• Έτσι που κάνετε θα μ’ εξευτελίσετε. |
So, wie ihr euch aufführt, macht ihr mich noch total lächerlich. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• [...] λίγη προσπάθεια αρκούσε έτσι που ήταν μικρή και κοκαλιάρα. |
[…], eine kleine Anstrengung hätte genügt [wörtl.: genügte] [um ein Grab für Nina auszuheben], so klein und knochig wie sie war. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Θα πάθεις ηλίαση έτσι που τριγυρνάς. |
Du wirst einen Sonnenstich bekommen, so wie du (= wenn du so) herumläufst. [Eigenübersetzung] |
• Ο ίδιος, έτσι που ήταν, ντροπαλός και γεμάτος ανασφάλειες από μικρός, ποτέ του δεν τολμούσε να φλερτάρει ανοιχτά καμιά γυναίκα. |
Er selbst, so wie er war, von klein auf verschämt und unsicher, hätte [wörtl.: hat] sich nie getraut, offen mit einer Frau zu flirten. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• [...] κι έτσι που έπαιρνε καθημερινά το φάρμακό του, όλα έδειχναν πως [...] |
[…], und da er diese [wörtl.: seine] Medizin täglich einnahm, schien alles darauf hinzudeuten, dass [...(diese Krankheit ihn verschonen würde)] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• [...], ο Στέφανος τη λυπήθηκε έτσι μικρούλα που ήτανε και σαν χαμένη. |
[…]; Stéfanos hatte Mitleid mit ihr [= dem neuen Dienstmädchen], sie wirkte noch so blutjung. Und so verloren. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] [praktikable Übersetzungsalternative: {…}; Stéfanos hatte Mitleid mit ihr, weil sie noch so blutjung war und so verloren wirkte.] |
• Έτσι που το τρένο άνοιγε τις πόρτες του σ’ όλους τους σταθμούς, τα βαγόνια γέμιζαν ασφυκτικά [...]. |
Der Zug hielt an jeder Station, und die Abteile [wörtl.: die Waggons] wurden [damit] immer voller. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Έτσι που ήταν εξαντλημένοι, δεν υπήρχε κίνδυνος να προσπαθήσουν να απομακρυνθούν. |
Es bestand keine Gefahr, dass sie sich in ihrer ermatteten Verfassung* zu weit weg wagen würden. [sc. der Stier (° ο ταύρος) und eine Kuh] [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] *[alternative Übersetzungsmöglichkeit: so ermattet, wie sie waren] |
• "Τι γνώμη έχεις για τον Μπραμς;" τη ρώτησε. – "Για τον Μπραμς; Έτσι που μου το λες ξαφνικά ..." Τον κοίταξε σαστισμένη. |
"Was hältst du eigentlich von Brahms?" fragte er sie. – [Reaktion:] "Von Brahms? Wenn du mich das jetzt so plötzlich fragst …" Sie sah ihn verblüfft an. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ (drei Punkte jeweils im Original)] |
• Έτσι που μικρομεγάλωναν οι φλόγες της λάμπας, οι σκιές μετατοπίζονταν πάνω στα λείψανα. |
Im Rhythmus der aufflackernden Flammen [der Acetylenlampe] tanzten die Schatten [sc. unsere Schatten] auf den [beiden] Toten [die neben uns aufgebahrt waren] hin und her. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
b) wie … (so) / als / wenn ... (so):
• Κι έτσι που τον έβλεπα τώρα [...], έλεγα πως είχε καμουφλαριστεί σε κάρβουνο, είχε γίνει κάρβουνο, [...] |
Und wie ich ihn so [...] vor mir sah, schien er sich als Kohle getarnt zu haben, schien er ganz zu Kohle geworden, [...] [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] |
• Υπήρχε κάποιο μυστήριο, μια κρυφή χάρη στη στάση της έτσι που στεκόταν ακίνητη και συγκεντρωμένη στον εαυτό της. |
Es gab irgendein Geheimnis, einen versteckten Charme in ihrer [= dieser Frau] [Körper-]Haltung, wie sie so regungslos dastand und auf sich selbst konzentriert war. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Ύστερα γύρισε σε μένα. Τα μάτια της με τρόμαξαν έτσι που με κοίταξαν μέσα στο σκοτάδι. |
Dann wandte sie sich mir zu. Ihre Augen erschreckten mich, wie sie mich im Dunkeln ansah. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Μια μέρα μοναχά, έτσι που βρέθηκε να κρατάει μια άσπρη κόλα χαρτί, [...] |
Nur einmal, als er ein weißes Blatt Papier in der Hand hielt, [...] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Έτσι που κάθουμαι [= κάθομαι] τις μακριές ώρες σκεβρωμένος πάνω στα χοντροσάνιδα, έρχουνται [= έρχονται] και κυριεύουν την ψυχή μου ένα σωρό λυπητερές ιδέες. |
Wenn ich [Soldat] in den langen Stunden zusammengekauert auf den groben Bohlen [im Schützengraben] hocke, bedrängen eine Menge trübseliger Gedanken meine Seele. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Έτσι που γύρισε το κεφάλι είδε ένα φως. |
--- |
• Έτσι που κοιτούσε μπροστά του τού φάνηκε πως έβλεπε φύλλα και κλαδιά δέντρων. |
--- |
9. έτσι ξαφνικά:
• Κυττάζομαι στον καθρέφτη και το βλέπω έτσι ξαφνικά. Πάνω απ’ το γέρικο σώμα μου. Τ’ άσπρα μαλλιά. Πάνω κι απάνω μου το βλέπω το βουνό. ° Ich schaue mich im Spiegel an und ganz plötzlich sehe ich ihn. Über meinem alten Körper. Die weißen Haare. Oben und über mir sehe ich ihn, den Berg. [GF+DF aus: Kalimerhaba (Erzählung "Ο καθρέφτης" von Ναπολέων Λαζάνης)]
• Στο κάτω κάτω είναι αναίδεια να έρχεται έτσι ξαφνικά. ° Ist sowieso schon eine Frechheit [von meinem Freund], einfach so [sc.: unangekündigt] aufzukreuzen. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]
• Έτσι ξαφνικά, εντελώς απροσδόκητα, την Κυριακή το βράδυ σταμάτησε η καρδιά του γλωσσολόγου και καθηγητή [...] Τάσου Χριστίδη. Στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη άφησε την τελευταία του πνοή. Τα άσχημα προμηνύματα ήρθαν την παραμονή των Χριστουγέννων όταν έπαθε έμφραγμα και μεταφέρθηκε στην Εντατική Μονάδα του Νοσοκομείου Άγιος Λουκάς. Κι ενώ όλα φαίνονταν πως κυλούν ομαλά, η καρδιά του δεν άντεξε κι έπαψε να χτυπά προχθές το βράδυ. [Anm.: Es handelt sich um die ersten vier Sätze eines Nachrufs in einer griechischen Tageszeitung (Überschrift: "Πέθανε ο γλωσσολόγος Τάσος Χριστίδης").] |
Weitere Wörter:
- ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΑΚΙ, το...ερωτευμενάκι, το vgl. dazu die Erläuterung aus Anlass einer Übersetzung des Liedtexts "Ερωτευμενάκι" (Νίκος Καρβέλας) ins Englische:...
- ΕΡΩΤΗΣΗ, η...ερώτηση, η 1. Grundbedeutung: die Frage 2. ερωτήσεις μερικής άγνοιας // ερωτήσεις ολικής άγνοιας: - ερωτήσεις μερικής άγνοιας = W-Fragen ("Wie heißt du?...
- ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ, ο...ερωτισμός, ο • Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή, / όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται. / Του ερωτισμού σου τα οράματα. / [......
- ΕΣΚΑΛΟΠ, το...εσκαλόπ, το Τα εσκαλόπ είναι κομμάτια κρέατος ή κοτόπουλου που τα κάνουμε, με τη βοήθεια του μπάτη, λεπτά π.χ. το σνίτσελ είναι εσκαλόπ....
- ΕΣΤΩ...έστω 1. [allgemein]: • Ποιος είχε τον καιρό ή την διάθεση να πάει κόντρα σε μια τέτοια δήλωση, ή έστω να μην την πιστέψει; Κανείς. Wer hatte Zeit und [wörtl.:...
- ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...εσωτερικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: innerer, -e, -es [bzw.] Innen- 2. ο εσωτερικός / η εσωτερική: • είμαι εσωτερική στο σχολείο ° ich [weibl.] lebe im [iS von:...
- ΕΤΟΙΜΑΖΩ...ετοιμάζω 1. Grundbedeutungen: a) vorbereiten b) (zu)bereiten [zB. eine Mahlzeit] c) [Koffer] packen 2. ετοιμάζομαι να:...
- ΕΤΟΙΜΟΣ, -η, -ο...έτοιμος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: - bereit - fertig 2. έτοιμος (-η, -ο) να ° im Begriff [sein], kurz davor [sein], nahe daran [sein] [etc.]:...
- ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ, η...ετοιμότητα, η = [u.a.] die Geistesgegenwart [welche zB. ein Mann zeigt, der durch seinen roten Pullover die Aufmerksamkeit eines Stiers ablenkt,...
- ΕΤΟΥΤΟΣ, -η, -ο...ετούτος, -η, -ο s. τούτος, -η, -ο ...
- ΕΤΥΧΕ...έτυχε s. τυχαίνω ...
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ, η...Ευαγγελίστρια, η • το Νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας ° der Evangelistria-Friedhof [offensichtlich in Saloniki] [GF+DF aus: Βασιλικός:...
- ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ, η...ευαισθησία, η 1) die Sensibilität: • Δείγμα και τούτο της αρρενωπής, φυσιολογικής και, κατά βάθος, παιδικής ευαισθησίας του....
- ΕΥΑΛΩΤΟΣ, -η, -ο...ευάλωτος, -η, -ο 1) empfänglich (für / σε):...
- ΕΥΘΥΣ [Adverb]...ευθύς [Adverb – zu unterscheiden vom Adjektiv ευθύς, -εία, -ύ] ευθύς εξ αρχής [bzw....
- ΕΥΘΥΣ, -εία, -ύ...ευθύς, -εία, -ύ [Adjektiv – zu unterscheiden vom Adverb ευθύς] 1) gerade [iS von: nicht krumm]:...
- ΕΥΚΑΙΡΙΑ, η...ευκαιρία, η 1. Grundbedeutungen: - die Chance - die Gelegenheit - der Anlass 2. βρήκα (την) ευκαιρία να ... ° ich ergriff (ich nutzte) die Gelegenheit, … zu … :...
- ΕΥΚΟΛΟΣ, -η, -ο...εύκολος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: leicht [iS von: nicht schwierig] 2. έχω εύκολο (-η, -ο):...
- ΕΥΚΤΑΙΟΣ, -α, -ο...ευκταίος, -α, -ο = wünschenswert [Pons online / Wendt (alte Auflage)] ...