αποτελεσματικός, -ή, -ό


=  effizient // wirkungsvoll:

• η κατανάλωση – μάλλον το αποτελεσματικότερο ναρκωτικό  °  der Konsum – wohl die wirkungsvollste Droge [der kapitalistischen Gesellschaft]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
  • ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
  • ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....
  • ΑΠΟΡΩ...απορώ (-είς) = sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.: • Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. Wir wundern uns über diese Ankündigun­gen....
  • ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αποσβολωμένος, -η, -ο • Είμαι αποσβολωμένος. Ich [männl.] bin verblüfft. [über die Ge­schichte,...
  • ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποσπασματικός, -ή, -ό • η αποσπασματική αισθητική ° die fragmentarische Ästhetik [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΑΠΟΣΠΩ...αποσπώ (-άς) = [u.a.]: 1) entlocken: • Είναι η μόνη αξιόλογη πληροφορία, που μπόρεσα να αποσπάσω από την Ελένη. ° Das ist die einzige bedeutende Information,...
  • ΑΠΟΣΤΑΣΗ, η...απόσταση, η 1. Grundbedeutung: der Abstand / die Entfernung / die Distanz 2. η απόσταση αναπνοής:...
  • ΑΠΟΣΤΟΛΗ, η...αποστολή, η 1) die Aufgabe: • Αποστολή της κυβέρνησης αυτής θα ήταν να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να [......
  • ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, το...αποτέλεσμα, το 1. Grundbdeutung: das Ergebnis, das Resultat 2. με αποτέλεσμα να ... :...
Nachher:
  • ΑΠΟΤΡΕΠΩ...αποτρέπω = a) [etwas] verhindern // b) [jemanden von etwas] abhalten / abbringen ...
  • ΑΠΟΤΣΟΣ (ο) [bzw.] ΑΠΟΤΣΟΥ (στου)...Απότσος (ο) [bzw.] Απότσου (στου) • Πριν από 12 χρόνια στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10, εκεί όπου επί χρόνια λειτουργούσε το θρυλικό ουζερί "Απότσος",...
  • ΑΠΟΥΣΙΑ, η...απουσία, η 1. Grundbedeutung: die Abwesenheit / das Fehlen 2. βάζω απουσία: • Ο κύριος Κούντζε έβαλε απουσία στην Τζένη....
  • ΑΠΟΦΑΣΗ, η...απόφαση, η 1. Grundbedeutungen: a) der Entschluss / die Entscheidung b) der Beschluss [förmliche Entscheidung]:...
  • ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ...αποφασίζω 1. Bedeutungen: - entscheiden - beschließen - sich entschließen, sich entscheiden 2. Übersetzungsbeispiele:...
  • ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποφασιστικός, -ή, -ό 1. allgemein zur Bedeutung: Έχουμε [...] επίθετα [...], τα οποία [...] χρησιμοποιούνται – συχνότατα – με λανθασμένη έννοια. Αυτό,...
  • ΑΠΟΧΡΩΣΗ, η...απόχρωση, η • [...], που ανάλογα με την περίσταση παίρνει μια απόχρωση δραματικότητας ή και υπεροψίας ° […],...
  • ΑΠΟΨΕ...απόψε • Οριστικά αποφασίστηκε γι’ απόψε στις δύο και τέταρτο. ° Sie [die militärische Groß­offensive] ist nun endgültig auf heute Nacht, Viertel nach zwei,...
  • ΑΠΟΨΗ, η...άποψη, η 1. [allgemein]: • Παραδέχομαι πως αυτή είναι μια άλλη άποψη για το ίδιο έργο. ° Ich gebe zu, dies [sc. das,...