απορώ (-είς)
= sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.:
• Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. |
Wir wundern uns über diese Ankündigungen. |
• απορούσε πώς την είχε υπερασπιστεί όταν ο Βάγκαλης είχε πει [...] |
er wunderte sich [nunmehr] [über sich selbst], dass er sie [= Gitte] verteidigt hatte, als Vágalis [abfällig über sie] gesagt hatte […] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Απορώ [...] πώς τα προλαβαίνει όλα αυτός ο Αμερικανός. |
Ich staune, […], wie der Amerikaner das alles [wörtl.: wie dieser Amerikaner alles] bewerkstelligt [= schafft]. [sc. mehrere Fabriken zu führen, viele Frauenbekanntschaften zu haben etc.] [GF + DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• [...], ήταν μια μεγάλη περιπέτεια – απορώ πώς βγήκα ζωντανός. |
[…], das war ein gewaltiges Abenteuer [das ich mit den Krokodilen erlebte, die mich beinahe zerfleischt hätten] – ich weiß nicht*, wie ich [männl.] da lebend herausgekommen bin. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] *[alternative Übersetzungsmöglichkeit: ich frage mich] |
• απορούσε πώς είχε ξεχάσει την παιδική του ηλικία μέσα σε είκοσι χρόνια |
er konnte kaum fassen*, wie er seine Kindheit innerhalb von zwanzig Jahren hatte vergessen können [sc. wie es möglich war, dass er nach zwanzig Jahren kaum mehr Erinnerungen daran hatte] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] *[alternative Übersetzungsmöglichkeiten: er wunderte sich / er fragte sich] |
• η Λουίζα απόρησε πώς η μάνα της είχε διάθεση να ποζάρει σε ζωγράφο μετά το θάνατο του πατέρα |
Luisa konnte nicht nachvollziehen, wieso ihre Mutter nach dem Tod des Vaters Lust hatte, einem Maler Modell zu sitzen [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• "Πότε;" απόρησε. |
"Wann [war das] denn?" fragte er verwundert [seine Schwester]. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• "Γιατί όχι αυτήν;" απόρησε ο Πέτρος. |
"Warum nicht diese?" [sc.: Warum meinst du, dass ich diese Frau nicht heiraten soll?] sagte Petros erstaunt. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Η Λουίζα απόρησε που η μάνα της είχε σκεφτεί να της στείλει τα μολύβια του πατέρα. |
Luisa war verblüfft, dass die Mutter daran gedacht hatte, ihr die Bleistifte ihres [= Luisas] [verstorbenen] Vaters zu schicken. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Είναι ν’ απορεί κανείς με [...] |
Man kann nur staunen (Man kann sich nur wundern) über ... [zB.: über die Ansichten der griechischen Sportfunktionäre etc.] [Eigenübersetzung] |
[Anm.: απορημένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ]
Weitere Wörter:
- ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, η...αποκατάσταση, η vgl. zwei gegensätzliche Bedeutungen: 1) die Wiederherstellung [eines erwünschten Zustands] z.B.:...
- ΑΠΟΚΤΩ...αποκτώ (-άς) Das Verb wird auch dann verwendet, wenn etwas nicht käuflich (oder im Tauschweg etc.), sondern unentgeltlich erworben wird; so z.B....
- ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ο...απολογητής, ο • Στο βάθος δεν είμαι παρά ένας απολογητής της τεμπελιάς. Δε μου καίγεται καρφί για κανενός είδους δράση....
- ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ, -η, -ο...απόμακρος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: fern / entlegen / abgelegen 2. als Persönlichkeitsmerkmal: • η Ιουλία, [...], η φοβισμένη, η δειλή, η απόμακρη ° Ioulía,...
- ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
- ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
- ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορημένος, -η, -ο = verwundert, erstaunt [etc.]: • Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus:...
- ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
- ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
- ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....
- ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αποσβολωμένος, -η, -ο • Είμαι αποσβολωμένος. Ich [männl.] bin verblüfft. [über die Geschichte,...
- ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποσπασματικός, -ή, -ό • η αποσπασματική αισθητική ° die fragmentarische Ästhetik [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΑΠΟΣΠΩ...αποσπώ (-άς) = [u.a.]: 1) entlocken: • Είναι η μόνη αξιόλογη πληροφορία, που μπόρεσα να αποσπάσω από την Ελένη. ° Das ist die einzige bedeutende Information,...
- ΑΠΟΣΤΑΣΗ, η...απόσταση, η 1. Grundbedeutung: der Abstand / die Entfernung / die Distanz 2. η απόσταση αναπνοής:...
- ΑΠΟΣΤΟΛΗ, η...αποστολή, η 1) die Aufgabe: • Αποστολή της κυβέρνησης αυτής θα ήταν να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να [......
- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, το...αποτέλεσμα, το 1. Grundbdeutung: das Ergebnis, das Resultat 2. με αποτέλεσμα να ... :...
- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποτελεσματικός, -ή, -ό = effizient // wirkungsvoll:...
- ΑΠΟΤΡΕΠΩ...αποτρέπω = a) [etwas] verhindern // b) [jemanden von etwas] abhalten / abbringen ...
- ΑΠΟΤΣΟΣ (ο) [bzw.] ΑΠΟΤΣΟΥ (στου)...Απότσος (ο) [bzw.] Απότσου (στου) • Πριν από 12 χρόνια στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10, εκεί όπου επί χρόνια λειτουργούσε το θρυλικό ουζερί "Απότσος",...