αποκατάσταση, η
vgl. zwei gegensätzliche Bedeutungen:
1) die Wiederherstellung [eines erwünschten Zustands]
z.B.:
• η αποκατάσταση της δημοκρατίας |
die Wiederherstellung der Demokratie |
• η αποκατάσταση της υγείας |
die Wiederherstellung der Gesundheit |
2) die Beseitigung / die Behebung [eines Schadens] // die Wiedergutmachung [eines Übels]
z.B.:
• η αποκατάσταση των ελαττωμάτων του οχήματος |
die Beseitigung (die Behebung) der Mängel (Fehler) des Fahrzeuges [welche zB. die Verkehrssicherheit beeinträchtigen, übermäßig Lärm oder Abgase verursachen, etc.] |
• η επιτυχημένη εφαρμογή μεθόδων αποκατάστασης ψυχωτικών καταστάσεων |
die erfolgreiche Anwendung von [psychotherapeutischen] Methoden zur Behebung (Beseitigung) psychotischer Zustände |
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΠΛΩΣ...απλώς s. unter απλός, -ή, -ό (Z 2) ...
- ΑΠΟ...από 1. Grundbedeutungen: a) von // aus b) durch c) seit // ab d) [in Verbindung mit dem Komparativ]: als 2. από εκείνους (-ες, -α) (που) ... / από αυτούς (-ές,...
- ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ...αποβραδίς ([wohl unrichtig auch:] αποβραδύς) = gegen Abend / abends [Mandeson] [bzw.:] overnight [° über Nacht; während der Nacht] [OEG] ...
- ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποδοτικός, -ή, -ό = rentabel [Euro-Wb] [bzw.] effizient / ertragreich / produktiv [Pons online] ...
- ΑΠΟΗΧΟΣ, ο...απόηχος, ο • Τέλειωνε η γιορτή μα όχι κι ο απόηχός της. ° Das Fest war vorbei, nicht aber sein Nachklang. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΑΠΟΘΥΜΩ...αποθυμώ (-άς) σε (τον, …) αποθύμησα: vgl. die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
- ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αποκαθίσταμαι Passivform von αποκαθιστώ ...
- ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩ...αποκαθιστώ (-άς) (bzw. αποκατασταίνω) vgl. zwei gegensätzliche Grundbedeutungen: 1) wiederherstellen [einen erwünschten Zustand] z.B.:...
- ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ...αποκαλύπτω = [u.a.:] erkennen lassen [iS von: enthüllen, zeigen, offenbaren] ...
- ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αποκατασταίνω s. αποκαθιστώ ...
Nachher:
- ΑΠΟΚΤΩ...αποκτώ (-άς) Das Verb wird auch dann verwendet, wenn etwas nicht käuflich (oder im Tauschweg etc.), sondern unentgeltlich erworben wird; so z.B....
- ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ο...απολογητής, ο • Στο βάθος δεν είμαι παρά ένας απολογητής της τεμπελιάς. Δε μου καίγεται καρφί για κανενός είδους δράση....
- ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ, -η, -ο...απόμακρος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: fern / entlegen / abgelegen 2. als Persönlichkeitsmerkmal: • η Ιουλία, [...], η φοβισμένη, η δειλή, η απόμακρη ° Ioulía,...
- ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
- ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
- ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορημένος, -η, -ο = verwundert, erstaunt [etc.]: • Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus:...
- ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
- ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
- ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....