απόμακρος, -η, -ο


1. Grundbedeutung: fern / entlegen / abgelegen


2. als Persönlichkeitsmerkmal:

• η Ιουλία, [...], η φοβισμένη, η δειλή, η απόμακρη  °  Ioulía, […], die ängstliche, die scheue, die verträumte   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Το ύφος της ήταν απόμακρο.  °  Sie [= die Frau] wirkte geistesabwesend.   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Η Γκρέτε είναι απόμακρο κορίτσι, σχεδόν αυτιστικό.  °  Grete […] ist ein zurück­ge­zo­genes, fast autistisches Mädchen.   [GF+DF aus: Όσες φορές]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποδοτικός, -ή, -ό = rentabel [Euro-Wb] [bzw.] effizient / er­trag­reich / produktiv [Pons online] ...
  • ΑΠΟΗΧΟΣ, ο...απόηχος, ο • Τέλειωνε η γιορτή μα όχι κι ο απόηχός της. ° Das Fest war vorbei, nicht aber sein Nachklang. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΑΠΟΘΥΜΩ...αποθυμώ (-άς) σε (τον, …) αποθύμησα: vgl. die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αποκαθίσταμαι Passivform von αποκαθιστώ ...
  • ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩ...αποκαθιστώ (-άς) (bzw. αποκατασταίνω) vgl. zwei gegensätzliche Grundbedeutungen: 1) wiederherstellen [einen erwünschten Zustand] z.B.:...
  • ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ...αποκαλύπτω = [u.a.:] erkennen lassen [iS von: enthüllen, zeigen, offenbaren] ...
  • ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αποκατασταίνω s. αποκαθιστώ ...
  • ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, η...αποκατάσταση, η vgl. zwei gegensätzliche Bedeutungen: 1) die Wiederherstellung [eines erwünschten Zustands] z.B.:...
  • ΑΠΟΚΤΩ...αποκτώ (-άς) Das Verb wird auch dann verwendet, wenn etwas nicht käuflich (oder im Tausch­weg etc.), sondern unentgeltlich erworben wird; so z.B....
  • ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ο...απολογητής, ο • Στο βάθος δεν είμαι παρά ένας απολογητής της τεμπελιάς. Δε μου καίγεται καρφί για κανενός είδους δράση....
Nachher:
  • ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
  • ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
  • ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορημένος, -η, -ο = verwundert, erstaunt [etc.]: • Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus:...
  • ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
  • ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
  • ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....
  • ΑΠΟΡΩ...απορώ (-είς) = sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.: • Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. Wir wundern uns über diese Ankündigun­gen....
  • ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αποσβολωμένος, -η, -ο • Είμαι αποσβολωμένος. Ich [männl.] bin verblüfft. [über die Ge­schichte,...
  • ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποσπασματικός, -ή, -ό • η αποσπασματική αισθητική ° die fragmentarische Ästhetik [GF+DF aus: Όσες φορές] ...