αποκτώ (-άς)


Das Verb wird auch dann verwendet, wenn etwas nicht käuflich (oder im Tausch­weg etc.), sondern unentgeltlich erworben wird; so z.B. im folgenden Satz, in dem sich die Erzählerin auf ein Buch bezieht, das ihr eine Großtante geschenkt hatte: Περάσανε πια τρία χρόνια από τότε που απέκτησα αυτό το βιβλίο.

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΠΟ...από 1. Grundbedeutungen: a) von // aus b) durch c) seit // ab d) [in Verbindung mit dem Komparativ]: als 2. από εκείνους (-ες, -α) (που) ... / από αυτούς (-ές,...
  • ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ...αποβραδίς ([wohl unrichtig auch:] αποβραδύς) = gegen Abend / abends [Mandeson] [bzw.:] overnight [° über Nacht; während der Nacht] [OEG] ...
  • ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποδοτικός, -ή, -ό = rentabel [Euro-Wb] [bzw.] effizient / er­trag­reich / produktiv [Pons online] ...
  • ΑΠΟΗΧΟΣ, ο...απόηχος, ο • Τέλειωνε η γιορτή μα όχι κι ο απόηχός της. ° Das Fest war vorbei, nicht aber sein Nachklang. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΑΠΟΘΥΜΩ...αποθυμώ (-άς) σε (τον, …) αποθύμησα: vgl. die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αποκαθίσταμαι Passivform von αποκαθιστώ ...
  • ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩ...αποκαθιστώ (-άς) (bzw. αποκατασταίνω) vgl. zwei gegensätzliche Grundbedeutungen: 1) wiederherstellen [einen erwünschten Zustand] z.B.:...
  • ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ...αποκαλύπτω = [u.a.:] erkennen lassen [iS von: enthüllen, zeigen, offenbaren] ...
  • ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αποκατασταίνω s. αποκαθιστώ ...
  • ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, η...αποκατάσταση, η vgl. zwei gegensätzliche Bedeutungen: 1) die Wiederherstellung [eines erwünschten Zustands] z.B.:...
Nachher:
  • ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ο...απολογητής, ο • Στο βάθος δεν είμαι παρά ένας απολογητής της τεμπελιάς. Δε μου καίγεται καρφί για κανενός είδους δράση....
  • ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ, -η, -ο...απόμακρος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: fern / entlegen / abgelegen 2. als Persönlichkeitsmerkmal: • η Ιουλία, [...], η φοβισμένη, η δειλή, η απόμακρη ° Ioulía,...
  • ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
  • ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
  • ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορημένος, -η, -ο = verwundert, erstaunt [etc.]: • Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus:...
  • ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
  • ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
  • ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....
  • ΑΠΟΡΩ...απορώ (-είς) = sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.: • Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. Wir wundern uns über diese Ankündigun­gen....