απορία, η


1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]:

• Καμιά άλλη απορία;  °  Noch irgendwelche Unklarheiten? [Frage des Vorsitzenden am Ende einer Besprechung]    [GF+DF aus: Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• Όταν πλησιάζω το τέλειο, τότε είναι που αρχίζω να αμφιβάλλω· οπότε χρειάζομαι κάποιον, για να του λύνω όλες μου τις απορίες.  °  Wenn ich der Vollendung nahe bin, beginne ich erst zu zweifeln und da brauche ich dann einen, dem ich alle meine Fragen beantworte. [Aphorismus von Karl Kraus]

         [DF+GF aus den Aphorismen von Karl Kraus bzw. deren griechischer Über­setzung durch Άγγελος Παρθένης]

• Για οποιαδήποτε ερώτηση ή απορία έχετε μπορείτε να επικοινωνήσετε στην διεύθυνση info @ malliaris.gr  [Anm.: Hinweis auf der Homepage von malliaris.gr in Zusam­men­hang mit den über das Internet vorgenommenen Bestellungen]


2. με απορία:

• κι έτσι εξακολούθησε να με κοιτάζει με απορία  °  und so [= und daher] sah sie mich weiter fragend an   [GF+DF aus: Όσες φορές]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩ...αποκαθιστώ (-άς) (bzw. αποκατασταίνω) vgl. zwei gegensätzliche Grundbedeutungen: 1) wiederherstellen [einen erwünschten Zustand] z.B.:...
  • ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ...αποκαλύπτω = [u.a.:] erkennen lassen [iS von: enthüllen, zeigen, offenbaren] ...
  • ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αποκατασταίνω s. αποκαθιστώ ...
  • ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, η...αποκατάσταση, η vgl. zwei gegensätzliche Bedeutungen: 1) die Wiederherstellung [eines erwünschten Zustands] z.B.:...
  • ΑΠΟΚΤΩ...αποκτώ (-άς) Das Verb wird auch dann verwendet, wenn etwas nicht käuflich (oder im Tausch­weg etc.), sondern unentgeltlich erworben wird; so z.B....
  • ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ο...απολογητής, ο • Στο βάθος δεν είμαι παρά ένας απολογητής της τεμπελιάς. Δε μου καίγεται καρφί για κανενός είδους δράση....
  • ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ, -η, -ο...απόμακρος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: fern / entlegen / abgelegen 2. als Persönlichkeitsmerkmal: • η Ιουλία, [...], η φοβισμένη, η δειλή, η απόμακρη ° Ioulía,...
  • ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
  • ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
  • ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορημένος, -η, -ο = verwundert, erstaunt [etc.]: • Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus:...
Nachher:
  • ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
  • ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....
  • ΑΠΟΡΩ...απορώ (-είς) = sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.: • Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. Wir wundern uns über diese Ankündigun­gen....
  • ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αποσβολωμένος, -η, -ο • Είμαι αποσβολωμένος. Ich [männl.] bin verblüfft. [über die Ge­schichte,...
  • ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποσπασματικός, -ή, -ό • η αποσπασματική αισθητική ° die fragmentarische Ästhetik [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
  • ΑΠΟΣΠΩ...αποσπώ (-άς) = [u.a.]: 1) entlocken: • Είναι η μόνη αξιόλογη πληροφορία, που μπόρεσα να αποσπάσω από την Ελένη. ° Das ist die einzige bedeutende Information,...
  • ΑΠΟΣΤΑΣΗ, η...απόσταση, η 1. Grundbedeutung: der Abstand / die Entfernung / die Distanz 2. η απόσταση αναπνοής:...
  • ΑΠΟΣΤΟΛΗ, η...αποστολή, η 1) die Aufgabe: • Αποστολή της κυβέρνησης αυτής θα ήταν να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να [......
  • ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, το...αποτέλεσμα, το 1. Grundbdeutung: das Ergebnis, das Resultat 2. με αποτέλεσμα να ... :...