απορροφώ (-άς und -είς)
1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3)
2. απορροφημένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αποκατασταίνω s. αποκαθιστώ ...
- ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, η...αποκατάσταση, η vgl. zwei gegensätzliche Bedeutungen: 1) die Wiederherstellung [eines erwünschten Zustands] z.B.:...
- ΑΠΟΚΤΩ...αποκτώ (-άς) Das Verb wird auch dann verwendet, wenn etwas nicht käuflich (oder im Tauschweg etc.), sondern unentgeltlich erworben wird; so z.B....
- ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ο...απολογητής, ο • Στο βάθος δεν είμαι παρά ένας απολογητής της τεμπελιάς. Δε μου καίγεται καρφί για κανενός είδους δράση....
- ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ, -η, -ο...απόμακρος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: fern / entlegen / abgelegen 2. als Persönlichkeitsmerkmal: • η Ιουλία, [...], η φοβισμένη, η δειλή, η απόμακρη ° Ioulía,...
- ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
- ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
- ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορημένος, -η, -ο = verwundert, erstaunt [etc.]: • Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus:...
- ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
- ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
Nachher:
- ΑΠΟΡΩ...απορώ (-είς) = sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.: • Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. Wir wundern uns über diese Ankündigungen....
- ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αποσβολωμένος, -η, -ο • Είμαι αποσβολωμένος. Ich [männl.] bin verblüfft. [über die Geschichte,...
- ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποσπασματικός, -ή, -ό • η αποσπασματική αισθητική ° die fragmentarische Ästhetik [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΑΠΟΣΠΩ...αποσπώ (-άς) = [u.a.]: 1) entlocken: • Είναι η μόνη αξιόλογη πληροφορία, που μπόρεσα να αποσπάσω από την Ελένη. ° Das ist die einzige bedeutende Information,...
- ΑΠΟΣΤΑΣΗ, η...απόσταση, η 1. Grundbedeutung: der Abstand / die Entfernung / die Distanz 2. η απόσταση αναπνοής:...
- ΑΠΟΣΤΟΛΗ, η...αποστολή, η 1) die Aufgabe: • Αποστολή της κυβέρνησης αυτής θα ήταν να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να [......
- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, το...αποτέλεσμα, το 1. Grundbdeutung: das Ergebnis, das Resultat 2. με αποτέλεσμα να ... :...
- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποτελεσματικός, -ή, -ό = effizient // wirkungsvoll:...
- ΑΠΟΤΡΕΠΩ...αποτρέπω = a) [etwas] verhindern // b) [jemanden von etwas] abhalten / abbringen ...