απορημένος, -η, -ο
= verwundert, erstaunt [etc.]:
• Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. |
Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ] |
• Η Κάρμεν τον κοιτάζει απορημένη. |
Carmen schaut ihn erstaunt an. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
• Η Έλσα τον κοίταξε απορημένη. |
Elsa sah ihn fragend an. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Ο Βάγκαλης τον κοίταξε απορημένος. |
Vágalis sah ihn verblüfft an. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αποκαθίσταμαι Passivform von αποκαθιστώ ...
- ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩ...αποκαθιστώ (-άς) (bzw. αποκατασταίνω) vgl. zwei gegensätzliche Grundbedeutungen: 1) wiederherstellen [einen erwünschten Zustand] z.B.:...
- ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ...αποκαλύπτω = [u.a.:] erkennen lassen [iS von: enthüllen, zeigen, offenbaren] ...
- ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αποκατασταίνω s. αποκαθιστώ ...
- ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, η...αποκατάσταση, η vgl. zwei gegensätzliche Bedeutungen: 1) die Wiederherstellung [eines erwünschten Zustands] z.B.:...
- ΑΠΟΚΤΩ...αποκτώ (-άς) Das Verb wird auch dann verwendet, wenn etwas nicht käuflich (oder im Tauschweg etc.), sondern unentgeltlich erworben wird; so z.B....
- ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ, ο...απολογητής, ο • Στο βάθος δεν είμαι παρά ένας απολογητής της τεμπελιάς. Δε μου καίγεται καρφί για κανενός είδους δράση....
- ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ, -η, -ο...απόμακρος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: fern / entlegen / abgelegen 2. als Persönlichkeitsmerkmal: • η Ιουλία, [...], η φοβισμένη, η δειλή, η απόμακρη ° Ioulía,...
- ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
- ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
Nachher:
- ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
- ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
- ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....
- ΑΠΟΡΩ...απορώ (-είς) = sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.: • Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. Wir wundern uns über diese Ankündigungen....
- ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αποσβολωμένος, -η, -ο • Είμαι αποσβολωμένος. Ich [männl.] bin verblüfft. [über die Geschichte,...
- ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποσπασματικός, -ή, -ό • η αποσπασματική αισθητική ° die fragmentarische Ästhetik [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΑΠΟΣΠΩ...αποσπώ (-άς) = [u.a.]: 1) entlocken: • Είναι η μόνη αξιόλογη πληροφορία, που μπόρεσα να αποσπάσω από την Ελένη. ° Das ist die einzige bedeutende Information,...
- ΑΠΟΣΤΑΣΗ, η...απόσταση, η 1. Grundbedeutung: der Abstand / die Entfernung / die Distanz 2. η απόσταση αναπνοής:...
- ΑΠΟΣΤΟΛΗ, η...αποστολή, η 1) die Aufgabe: • Αποστολή της κυβέρνησης αυτής θα ήταν να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να [......