απόσταση, η
1. Grundbedeutung:
der Abstand / die Entfernung / die Distanz
2. η απόσταση αναπνοής:
• κι αυτός μπόρεσε να περιεργαστεί από απόσταση αναπνοής τα απίθανα ενδύματά τους από μαύρες γιδοπροβιές ° und er durfte seinerseits, aus nächster Nähe, ihre [= der Männer] abenteuerliche schwarze Ziegenfellkleidung betrachten [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
3. εξ αποστάσεως ° από μακριά [ΛΚΝ] – π.χ.:
• Tον είδα εξ αποστάσεως. [ΛΚΝ]
• Tον γνωρίζω μόνο εξ αποστάσεως. (= δεν τον γνωρίζω προσωπικά) [ΛΚΝ]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΑΠΟΜΕΝΩ...απομένω 1. Grundbedeutung: verbleiben / übrig bleiben: • Η Άννα μπορεί να κληρονομήσει ό,τι απομένει. ° Anna kann erben, was [von dem Geldbetrag] übrig bleibt....
- ΑΠΟΠΟΙΟΥΜΑΙ...αποποιούμαι = ausschlagen [zB. Hilfe, ein Angebot, eine Ernennung] ...
- ΑΠΟΡΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορημένος, -η, -ο = verwundert, erstaunt [etc.]: • Ο Σωτήρης την κοίταξε απορημένος. Sotiris schaute sie verwundert an. [GF+DF aus:...
- ΑΠΟΡΙΑ, η...απορία, η 1. Grundbedeutung: die Frage [etc.]: • Καμιά άλλη απορία; ° Noch irgendwelche Unklarheiten?...
- ΑΠΟΡΡΟΦΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...απορροφημένος, -η, -ο • Η κοπέλα είχε ακουμπήσει στο κούφωμα της πόρτας κι έμοιαζε απορροφημένη σε σκέψεις....
- ΑΠΟΡΡΟΦΩ...απορροφώ (-άς und -είς) 1. zum Verhältnis der Begriffe απορροφώ und ρουφώ: s. unter ρουφώ (Z 3) 2. απορροφημένος, -η, -ο: s....
- ΑΠΟΡΩ...απορώ (-είς) = sich wundern (με / über), staunen, sich fragen etc.: • Απορούμε με τις ανακοινώσεις αυτές. Wir wundern uns über diese Ankündigungen....
- ΑΠΟΣΒΟΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...αποσβολωμένος, -η, -ο • Είμαι αποσβολωμένος. Ich [männl.] bin verblüfft. [über die Geschichte,...
- ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποσπασματικός, -ή, -ό • η αποσπασματική αισθητική ° die fragmentarische Ästhetik [GF+DF aus: Όσες φορές] ...
- ΑΠΟΣΠΩ...αποσπώ (-άς) = [u.a.]: 1) entlocken: • Είναι η μόνη αξιόλογη πληροφορία, που μπόρεσα να αποσπάσω από την Ελένη. ° Das ist die einzige bedeutende Information,...
Nachher:
- ΑΠΟΣΤΟΛΗ, η...αποστολή, η 1) die Aufgabe: • Αποστολή της κυβέρνησης αυτής θα ήταν να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να [......
- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, το...αποτέλεσμα, το 1. Grundbdeutung: das Ergebnis, das Resultat 2. με αποτέλεσμα να ... :...
- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποτελεσματικός, -ή, -ό = effizient // wirkungsvoll:...
- ΑΠΟΤΡΕΠΩ...αποτρέπω = a) [etwas] verhindern // b) [jemanden von etwas] abhalten / abbringen ...
- ΑΠΟΤΣΟΣ (ο) [bzw.] ΑΠΟΤΣΟΥ (στου)...Απότσος (ο) [bzw.] Απότσου (στου) • Πριν από 12 χρόνια στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10, εκεί όπου επί χρόνια λειτουργούσε το θρυλικό ουζερί "Απότσος",...
- ΑΠΟΥΣΙΑ, η...απουσία, η 1. Grundbedeutung: die Abwesenheit / das Fehlen 2. βάζω απουσία: • Ο κύριος Κούντζε έβαλε απουσία στην Τζένη....
- ΑΠΟΦΑΣΗ, η...απόφαση, η 1. Grundbedeutungen: a) der Entschluss / die Entscheidung b) der Beschluss [förmliche Entscheidung]:...
- ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ...αποφασίζω 1. Bedeutungen: - entscheiden - beschließen - sich entschließen, sich entscheiden 2. Übersetzungsbeispiele:...
- ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποφασιστικός, -ή, -ό 1. allgemein zur Bedeutung: Έχουμε [...] επίθετα [...], τα οποία [...] χρησιμοποιούνται – συχνότατα – με λανθασμένη έννοια. Αυτό,...