απλώς


s. unter απλός, -ή, -ό (Z 2)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΠΑΞΙΩΝΩ...απαξιώνω • απαξίωσε να του απαντήσει ° er hielt es für unter seiner Würde,...
  • ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ, -η, -ο...απαράδεκτος, -η, -ο • Το σέρβις είναι εδώ απαράδεκτο, θα παραπονεθώ στον μαιτρ....
  • ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ, -η, -ο...απαραίτητος, -η, -ο • Όχι [,] δεν είναι απαραίτητο. Μπορώ να φέρω μια σαλάτα του σεφ απ’ το Μακ Ντόναλντς. ° Muss ja nicht sein....
  • ΑΠΑΡΝΙΕΜΑΙ...απαρνιέμαι (bzw. απαρνούμαι) = verzichten / auf­geben // entsagen:...
  • ΑΠΑΡΝΟΥΜΑΙ...απαρνούμαι s. απαρνιέμαι ...
  • ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΙΜΟΤΗΤΑ, η...απασχολησιμότητα, η • η απασχολησιμότητά τους ihre [= der Studierenden] Vermittelbarkeit am Arbeits­markt [bzw....
  • ΑΠΕΙΡΟΣ, -η, -ο...άπειρος, -η, -ο • με άπειρη προσοχή ° ungemein vorsichtig [legte sie die Erbse auf die Löffelspitze] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΑΠΗΓΑΝΟΣ, ο...απήγανος,...
  • ΑΠΙΘΑΝΟΣ, -η, -ο...απίθανος, -η, -ο • Της Κάρμεν της έρχονται οι πιο απίθανες ιδέες. ° Carmen kommen die tollsten Ideen. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • ΑΠΛΟΣ, -ή, -ό...απλός, -ή, -ό 1. Bedeutung: einfach 2. zum Bedeutungsunterschied der Adverbien απλά und απλώς:...
Nachher:
  • ΑΠΟ...από 1. Grundbedeutungen: a) von // aus b) durch c) seit // ab d) [in Verbindung mit dem Komparativ]: als 2. από εκείνους (-ες, -α) (που) ... / από αυτούς (-ές,...
  • ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ...αποβραδίς ([wohl unrichtig auch:] αποβραδύς) = gegen Abend / abends [Mandeson] [bzw.:] overnight [° über Nacht; während der Nacht] [OEG] ...
  • ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποδοτικός, -ή, -ό = rentabel [Euro-Wb] [bzw.] effizient / er­trag­reich / produktiv [Pons online] ...
  • ΑΠΟΗΧΟΣ, ο...απόηχος, ο • Τέλειωνε η γιορτή μα όχι κι ο απόηχός της. ° Das Fest war vorbei, nicht aber sein Nachklang. [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΑΠΟΘΥΜΩ...αποθυμώ (-άς) σε (τον, …) αποθύμησα: vgl. die bedeutungsgleichen Formen von επιθυμώ (-είς) ("επιθύμησα") (s....
  • ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...αποκαθίσταμαι Passivform von αποκαθιστώ ...
  • ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΩ...αποκαθιστώ (-άς) (bzw. αποκατασταίνω) vgl. zwei gegensätzliche Grundbedeutungen: 1) wiederherstellen [einen erwünschten Zustand] z.B.:...
  • ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ...αποκαλύπτω = [u.a.:] erkennen lassen [iS von: enthüllen, zeigen, offenbaren] ...
  • ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΙΝΩ...αποκατασταίνω s. αποκαθιστώ ...