απαρνούμαι

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΣ, ο...αξιωματούχος, ο [praktikable Übersetzung in manchen Fällen ev.:] der Verantwortliche ...
  • ΑΞΙΩΝΩ...αξιώνω 1. [allgemein]: απαιτώ κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά [bzw.] έχω την παράλογη συνήθως απαίτηση για κάτι [ΛΚΝ] // προβάλλω την αξίωση, απαιτώ (συν.:...
  • ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ...απαγορεύω "να απαγορεύσει" – "να απαγορέψει": Die Form απαγορέψει ist lt. Μάνεσης, S. 64, abzulehnen. (Gleiches gilt seines Erachtens für die Formen δημοσιέψει,...
  • ΑΠΑΝΤΑ, τα...Άπαντα, τα (Gen.: των Απάντων) = Sämtliche Werke [zB. eines Schriftstellers] ...
  • ΑΠΑΝΤΩ...απαντώ (-άς) 1. Grundbedeutung: antworten – z.B.: • απαντώ στην ερώτηση ° auf die Frage antworten (die Frage beantworten) • Ο Κώστας δεν της απάντησε....
  • ΑΠΑΝΩ...απάνω s. επάνω ...
  • ΑΠΑΞΙΩΝΩ...απαξιώνω • απαξίωσε να του απαντήσει ° er hielt es für unter seiner Würde,...
  • ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ, -η, -ο...απαράδεκτος, -η, -ο • Το σέρβις είναι εδώ απαράδεκτο, θα παραπονεθώ στον μαιτρ....
  • ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ, -η, -ο...απαραίτητος, -η, -ο • Όχι [,] δεν είναι απαραίτητο. Μπορώ να φέρω μια σαλάτα του σεφ απ’ το Μακ Ντόναλντς. ° Muss ja nicht sein....
  • ΑΠΑΡΝΙΕΜΑΙ...απαρνιέμαι (bzw. απαρνούμαι) = verzichten / auf­geben // entsagen:...
Nachher:
  • ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΙΜΟΤΗΤΑ, η...απασχολησιμότητα, η • η απασχολησιμότητά τους ihre [= der Studierenden] Vermittelbarkeit am Arbeits­markt [bzw....
  • ΑΠΕΙΡΟΣ, -η, -ο...άπειρος, -η, -ο • με άπειρη προσοχή ° ungemein vorsichtig [legte sie die Erbse auf die Löffelspitze] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΑΠΗΓΑΝΟΣ, ο...απήγανος,...
  • ΑΠΙΘΑΝΟΣ, -η, -ο...απίθανος, -η, -ο • Της Κάρμεν της έρχονται οι πιο απίθανες ιδέες. ° Carmen kommen die tollsten Ideen. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • ΑΠΛΟΣ, -ή, -ό...απλός, -ή, -ό 1. Bedeutung: einfach 2. zum Bedeutungsunterschied der Adverbien απλά und απλώς:...
  • ΑΠΛΩΣ...απλώς s. unter απλός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΑΠΟ...από 1. Grundbedeutungen: a) von // aus b) durch c) seit // ab d) [in Verbindung mit dem Komparativ]: als 2. από εκείνους (-ες, -α) (που) ... / από αυτούς (-ές,...
  • ΑΠΟΒΡΑΔΙΣ...αποβραδίς ([wohl unrichtig auch:] αποβραδύς) = gegen Abend / abends [Mandeson] [bzw.:] overnight [° über Nacht; während der Nacht] [OEG] ...
  • ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...αποδοτικός, -ή, -ό = rentabel [Euro-Wb] [bzw.] effizient / er­trag­reich / produktiv [Pons online] ...